Νέες Κυκλοφορίες
Wild God
Nick Cave & The Bad Seeds
Με μια ακόμα τραγωδία στην πλάτη του -τον θάνατο και του μεγαλύτερου γιου του, Jethro, σε ηλικία 31 ετών- o Nick Cave επιστρέφει δισκογραφικά με το "Wild God".
Η απώλεια του Jethro ήρθε τον Μάιο του 22, 7 χρόνια έπειτα από τον χαμό του έφηβου Arthour, τον Ιούλιο του 2015 στους γκρεμούς του Brighton. Το 2021 έφυγε από τη ζωή και η πρώην σύντροφος του Cave, αλλά και μουσική συνεργάτις του, η Anita Lane, ενώ τον Σεπτέμβριο του 20 ο Cave είχε αποχαιρετήσει και τη μητέρα του. Είναι ζόρικη η ζωή για τον Cave τα τελευταία χρόνια, πάντα ήταν ζόρικη για τον Cave η ζωή, αλλά την τελευταία δεκαετία είναι σαν να ξύπνησε η κατάρα και να τον κυνηγάει ξανά από την αρχή.
Οι δίσκοι που γεννιούνται από τον Nick Cave αυτά τα 9 διαολεμένα χρόνια μοιάζουν σαν ξόρκια έναντι στο Κακό: "Skeleton Tree" (2016), "Ghosteen" (2019), "Carnage" (2021) και τώρα το "Wild God". Ξόρκια...
Ο γενειοφόρος διόσκουρος Warren Ellis είναι πάντα πλάι σε όλο αυτό - σταθερός φρουρός του Cave σε τούτη τη σκοτεινή δίνη. Και μουσικά παρών -πολυοργανίστας και παραγωγός- περισσότερο παρών από ποτέ στο έργο του Nick, αφήνει την αέρινη αύρα του και την επιβλητική πληκτροφόρα και ενίοτε ambient-ίζουσα σφραγίδα του σε κάθε κυκλοφορία και -όσο και αν σε κάποιους ξενίζει- είναι καταλυτική και κατά τόπους μεγαλοφυής. Ούτως ή άλλως, με ή χωρίς τον Ellis, οι ροκ εν ρολ δόξες του Cave έχουν περάσει στο πάνθεον της ιστορίας του, οι κιθάρες που στριγγλίζουν, οι χορδές που σπάνε, τα τύμπανα που γκρεμίζονται, οι αλαλαγμοί και τα ουρλιαχτά που ξερνούσε το στόμα του ανήκουν πια στο παρελθόν. Έχουν περάσει όλα αυτά, το δήλωσε πρόσφατα και ξεκάθαρα και ο ίδιος ο Nick.
Σε αρκετές των περιπτώσεων, ο Cave συνηθίζει να βαφτίζει τους δίσκους του, παίρνοντας τον τίτλο ενός τραγουδιού που ανήκει στον εν λόγω δίσκο, ενδεχομένως του πιο αντιπροσωπευτικού, του τραγουδιού που περικλείει περισσότερο την ατμόσφαιρα του άλμπουμ αλλά και τη φάση στην οποία βρίσκεται ο ίδιος ο Cave. Στο νέο πόνημα υπάρχει ένα (καταπληκτικό) κομμάτι που ονομάζεται "Joy" και τούτο προοριζόταν αρχικά για να δώσει το όνομά του στο album. Το κομμάτι είναι οριακό στον δίσκο - γιατί μοιάζει να είναι η τελική εξιλέωση για τον Cave. Από τη μία ένα φάντασμα τον ξυπνάει και εμφανίζεται μέσα στο δωμάτιό του -ένα φάντασμα με γιγαντιαία sneakers, είναι μάλλον το φάντασμα του Arthur- από την άλλη το φάντασμα δεν ήρθε για να στοιχειώσει και να σπείρει ακόμα περισσότερο πόνο. Ήρθε για κάθαρση και χαρά (joy): "We've all had too much sorrow, now is the time for joy". Και ίσως, τούτη η συγκινητική φράση δείχνει τη γενικότερη φάση του Cave στο τώρα, την προσπάθειά του να φύγει από τον θρήνο και να προχωρήσει μπροστά.
Και κάπως έτσι, ήδη γράφεται και είναι γεγονός, το "Wild God" μοιάζει να είναι ο πιο φωτεινός δίσκος του Cave τα τελευταία 10 χρόνια. Δεν είναι, όμως, αμιγώς φωτεινός και ούτε είναι μόνο ένα αισιόδοξο σάλπισμα ελπίδας, γι'αυτό και εντέλει υποθέτω δεν ονομάστηκε "Joy". To πέπλο του θανάτου και της απώλειας, και του πόνου και της παράλυσης που φέρνουν μαζί τους, είναι ακόμα εδώ. Για μένα ο δίσκος είναι ο γκρεμισμένος Cave που προσπαθεί γενναία να μαζέψει τα συντρίμια του. Και το καταφέρνει.
Toυ προαναφερθέντος "Joy", προηγούνται δύο εκ των singles που προλόγισαν το άλμπουμ, το ομώνυμο εξαιρετικό "Wild God" και το κάπως πιο αδύναμο "Frogs". Και πριν από αυτά, το opening track "Song of The Lake", ένα τραγούδι που λάμπει και το φως του διαθλάται βαθιά στην ψυχή του ακροατή, όπως ακριβώς και ο απελευθερωτικός επαναλαμβανόμενος στίχος "never mind, never mind"... Η τριάδα που βρίσκεται στο κέντρο του δίσκου - "Final Rescue Attempt", "Conversion", "Cinnamon Horses" - ορθώνεται σαν ο φλεγόμενος κεντρικός πυρήνας του δισκογραφήματος και αυτά τα τρία τραγούδια αποτελούν για μένα τα τρία καλύτερα tracks του "Wild God", τα πιο περιπετειώδη και πιο σκαλωματικά. Για το τρίτο single "Long Dark Night" που ακολουθεί, παραμένω στην άποψή μου, όπως στην κατέθεσα σε άλλο κείμενο του Υπογείου όταν είχε πρωτοβγει το κομμάτι: "όμορφη και τίμια μπαλάντα, παραπέμπει στην ένδοξη 90's era του Nick και των Seeds και -ακόμα πιο συγκεκριμένα- μου θυμίζει το καταπληκτικό "Loom of The Land" από το "Henry's Dream" του 1992". Το αυτό, μια όμορφη και τίμια μπαλάντα, είναι και το ακόλουθο "O Wow O Wow (How Wonderful She Is)", γραμμένο για την Anita Lane. Προφανώς, το λεπτό που την ακούμε να μιλά στο τηλέφωνο, με την τραγουδιστή και εύθυμη φωνή της, η συγκίνηση απλώνει ακόμα περισσότερο στην ακρόαση και συνάμα σου σφίγγει την καρδιά. Το album κλείνει με το δίλεπτο "As The Waters Cover The Sea", όπου ο Cave -μαζί με την 12μελή gospel χορωδία του (συγκλονιστική η παρουσία της σε όλη τη διάρκεια του δίσκου)- μας χαιρετούν. Απαλά και ήρεμα. "Through the window he brings, peace and good tidings to the land"...
Ο 18ος δίσκος του Nick Cave και των Bad Seeds είναι ένας καλός δίσκος. Πλήρης και συμπαγής, αληθινός και συγκινητικός. Μια φωλιά και ένα καταφύγιο ελπίδας, αλλά και μια ιερή κρύπτη πόνου και αποθηκευμένου πηχτού σκοταδιού.
Σ'ευχαριστούμε Nick, ευχόμαστε να είσαι όσο πιο καλά μπορείς.
Ημερομηνία Κυκλοφορίας: 30/8/2024
Βαθμολογία: 8/10