The Song Diaries (45)
So Young
Suede
Ο θάνατος ήταν πάντα και είναι ακόμα μέσα στους μεγαλύτερούς μου φόβους, σίγουρα. Αλλάζει μορφές και μάσκες, μα είναι πάντα τριγύρω να μου θυμίζει πώς πρέπει να ζω - να ζω καλά και γεμάτα, να ζω στα κόκκινα και όχι για πλάκα. Τελευταία περιέργως δεν τον φοβάμαι πολύ τον θάνατο, μου τη σπάει όμως αφάνταστα, μου τη δίνει αφόρητα στα νεύρα και θέλω να του γαμήσω τα πρέκια.
Τον θάνατο τον ένιωσα για τα καλά να έρχεται κατά πάνω μου στο σεισμό του 1999, το μεσημέρι του Σεπτεμβρίου που ολάκερη η Αθήνα σείστηκε συθέμελα. Ήμουν με σπασμένη περόνη και γύψο από Δεκαπενταυγουστιάτικη πτώση από μηχανάκι (συνοδηγός, ποτέ στη ζωή μου δεν οδήγησα εγώ μηχανή, ούτε και αμάξι). Τρεις παρά δέκα ήταν κι έκατσα πλάι στο σταθερό τηλέφωνο του πατρικού για να πάρω κάτι τηλέφωνα στην Αγγλία, έψαχνα σπίτι για να μείνω από το τηλέφωνο, μιας και δεν μπορούσα να ταξιδέψω λόγω ποδιού. Η μάνα μου ήταν στον 6ο όροφο κάποιου νοσοκομείου στην Αθήνα, η γιαγιά μου θα έκανε ένα χειρουργείο. Ο πατέρας μου στη δουλειά. Ο αδερφός μου, που τότε ήταν δεκατρία, κι εγώ ήμασταν στο σπίτι. Σήκωσα το ακουστικό και άκουσα το βουητό του τρόμου, η σάλπιγγα της καταστροφής άρχισε να ηχεί στο σπίτι και σε όλο το λεκανοπέδιο. Ακολούθησαν το βίαιο και ατέλειωτο κούνημα, η πτώση αντικειμένων στο πάτωμα, σοφάδες και σκόνη, τα σι ντι μου στο μωσαϊκό, θυμάμαι το ολόφρεσκο τότε “Play” του Moby να ραγίζει και να λέω από μέσα μου “όχι ρε πούστη μου! Προχτές το πήρα...” και μετά να ουρλιάζω “Τι γίνεται ρε μαλάκα μου; Τι γίνεται; Τι είναι αυτά Παναγία μου!” και να σπρώχνω τον αδερφό μου προς την έξοδο, στο μπαλκόνι και τις σκάλες που θα μας οδηγούσαν στη λύτρωση. Αυτός έκανε ό,τι μας λέγανε στο σχολείο, είχει κοκαλώσει σαν μουλάρι κάτω από το κούφωμα το σαλονιού και έκλαιγε, τον έσπρωχνα και του φώναζα “Πάμε! Σταμάτησε!”. Δεν είχε σταματήσει όμως, χειροτέρεψε σαν δαίμονας που τσαντίστηκε επειδή δεν πέτυχε με τη μία το στόχο του. Να μας ξεκάνει. Βγήκαμε έξω στην αυλή και εκεί με περίμεναν δυο πανικόβλητα ξαδερφάκια που έμεναν από κάτω μας, μία αλαφιασμένη θεία και ένα λυκόσκυλο στα πρόθυρα νευρικής κρίσης που μου έγλειφε τα μάγουλα. Α! Και ένας τριαντάμετρος γερανός από μια οικοδομή απέναντι που παλαντζάριζε δεξιά κι αριστερά σε κάθε μετασεισμό τα επόμενα 15 λεπτά. Η Αθήνα ήδη πενθούσε τον χαμό 152 ανθρώπων...
Εκείνη η μέρα ήταν η τελευταία φορά που είδα το πατρικό μου, δεν μπόρεσε να επισκευαστεί ποτέ, το γκρεμίσαμε εντέλει, πουλήσαμε κάποτε το οικόπεδο και πήγαμε να μείνουμε αλλού. Μου έχει μείνει μία φράση ενός φίλου μηχανικού -του πατέρα ενός συμμαθητή μου, του κύριου Αριστείδη: “Τα παλιά τα χρόνια του σεισμούς τους λέγανε σωσμούς... Αφορμή για αλλαγή και για επισκευή. Και για τα τσιμέντα και για τους ανθρώπους”.
Έφυγα για Αγγλία τέλη Σεπτεμβρίου, μόλις έβγαλα το γύψο. Το 2000 πήρα πτυχίο και το 2001 μεταπτυχιακό. Λίγο αφότου γύρισα στην Ελλάδα, το Γενάρη νομίζω του 2002, έχασα τη μία γιαγιά μου, μετά από ένα χρόνο τον παππού μου και το 2005 τον θείο μου. Ο πατέρας μου τη μάνα του, τον πατέρα του και τον κατά 8 χρόνια μικρότερο αδελφό του. Ακόμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω τι συνέβη εκείνα τα χρόνια κι έχω αρκετά κενά μνήμης. Έχω όμως και στιγμές που δεν θα ξεχαστούν ποτέ, όπως τον παππού μου τη μέρα που έχασε τη γυναίκα του, τη γιαγιά μου δηλαδή, να με πιάνει από τους ώμους, να με κολλάει στον σαγρέ τοίχο του σπιτιού τους στο Αιγάλεω και να μου φωνάζει με όλη του τη δύναμη έχοντας κολλήσει τη μύτη του στη μύτη μου “Τι πάθαμε ρε εγγονέ μου! Τι πάθαμε!”... Θυμάμαι και το θείο μου στα τελευταία του, όταν ο καρκίνος από το σάρκωμα στον ώμο και τους πνεύμονες είχε πια φτάσει στο κεφάλι του, στο Metropolitan, να μου λέει μια νύχτα τις τελευταίες κουβέντες που άκουσα ποτέ από το στόμα του κοιτώντάς με στα μάτια, χωρίς να είμαι σίγουρος πως ήξερε ποιος είμαι ή αν με έβλεπε καν: “Το δώρο της αιώνιας ζωής, το Ιερό Δισκοπότηρο... Το Ιερό Δισκοπότηρο!”. Μία περισσότερο συνειδητοποίηση της κατάστασης και μία απεγνωσμένη αναζήτηση μιας τελευταίας ελπίδας, παρά ένα παραλήρημα ήταν τα λόγια του, θυμάμαι τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή, παρόλο που κάποιες φορές παρακαλάω να την ξεχάσω. Θέλω να ξεχάσω και το γκολ που είχε βάλει ο Τζόρτζεβιτς στον Παναθηναϊκό ένα μήνα αργότερα, στις 28 Αυγούστου 2005. Έβαλε το γκολ στο 86’ και στον πανηγυρισμό του τον κλώτησε εν ψυχρώ ο Νασίφ Μόρις και συγχρόνως χτυπούσε εν ψυχρώ το κινητό μου και η μάνα μου μού είπε πως “ο Σταμάτης έφυγε”. Σε καφετέρια ήμουνα, η Nova το έδειχνε το ματς, και μέσα στις φωνές και τους πανηγυρισμούς των εκστασιασμένων Ολυμπιακών, εγώ άρχισα να κλαίω. Και πήγα και στον αδερφό μου που ήταν λίγο πιο μπροστά και έβριζε τον Μόρις και του το ‘πα, με κοίταξε με ένα άδειο βλέμμα. Περιμέναμε στην καφετέρια εφτά λεπτά ακόμα, μέχρι το 93,’ που ο διαιτητής σφύριξε τη λήξη του αγώνα και μετά πήγαμε σπίτι μας. Έκλαιγα από τις 2 το βράδυ μέχρι και την κηδεία ασταμάτητα κι έκτοτε δεν ξαναέκλαψα για 8 χρόνια, ως το 2013...
Ο θάνατος επισκέπτεται ανθρώπους που αγαπάω αδιάκοπα ακόμα. Το μοναδικό αντίδοτο στις επιδρομές του είναι η ζωή, που κι αυτή αν το καλοσκεφτείς είναι ολούθε, γεμάτη χάρη και παντοδύναμη. Μάλλον γι'αυτό δεν τον φοβάμαι πια τόσο πολύ. Με κερδίζει η καινούρια ζωή που ανθίζει κάθε μέρα μπροστά μου, τα παιδιά μου δηλαδή. Παρόλα αυτά, του θανάτου θέλω να του γαμήσω τα πρέκια...
To "So Young" είναι το opening track στον πρώτο self-titled δίσκο της Λονδρέζικης μπάντας, Suede, o οποίος κυκλοφόρησε στις 29 Μαρτίου 1993. Ήταν το τελευταίο single που κυκλοφόρησε από το άλμπουμ και μία προσθήκη της τελευταία στιγμής στο δίσκο, μιας και είχε γραφτεί μόλις τρεις μήνες πριν την κυκλοφορία του.
Lyrics
Because we're young because we're gone
We'll take the tide's electric mind oh yeah? oh yeah
We're so young and so gone let's chase the dragon oh
Because we're young because we're gone
We'llscare the skies with tigers eyes oh yeah? oh yeah
We're so young and so gone let's chase the dragon oh
Let's chase the dragon
From our home high in the city where the skyline
Stained the snow I fell for a servant who kept me on the boil
We're so young and so gone, let's chase the dragon from our home!