Χτυπάει Τηλέφωνο
Κείμενο του Ηρακλή Δαΐτση
για το Νίκο Παπάζογλου
Ένα κείμενο του Ηρακλή Δαΐτση, τραγουδιστή των αγαπημένων Ψύλλων Στ'Άχυρα, για τον μεγάλο Νίκο Παπάζογλου, με αφορμή τη συμπλήρωση 8 χρόνων από την δυσβάσταχτη απώλειά του...
* Μπορείς να διαβάσεις τα υπόλοιπα 9 κείμενα του Υπογείου για το Νικόλα, όπως αυτά είχαν δημοσιευθεί στην επέτειο των πέντε ετών από την απώλεια του εμβληματικού Έλληνα μουσικού και ερμηνευτή εδώ.
Την σχολική χρονιά 2004 - 2005 πρέπει να ήταν. Θα σας γελάσω πότε ακριβώς, αν και σπάω το κεφάλι, δεν θυμάμαι 15 χρόνια μετά. Ωστόσο με το που το φέρνω στην μνήμη μου έρχεται μια αρχαία εφηβική παγωνιά. Αισθάνομαι πως ήταν Χριστούγεννα του ’04.
Καθηγητές μας είχαν ζαλίσει τον έρωτα με την Ολυμπιάδα, στα σχολικά διαλλείματα άκουγες ακόμα συνθήματα του Euro 04, αγόρια παριστάνανε τον Μπασινά και τον Χαριστέα στην επική σκηνή του γκολ στον τελικό και άλλοι να επαναλαμβάνουν τα λόγια του speaker τότε: ‘’τρελαίνει το da Luz τρελαίνει την Ελλάδα’’… και πράγματι. Ήμασταν λυκειόπαιδα τότε, μα τώρα μπορώ να αντιληφθώ πως οι Έλληνες ζούσαν τις τελευταίες μέρες της αφθονίας τους, ήταν μετρημένες πια. Μετρημένες οι ηδονές ενός οργίου που οδηγούσε σε βέβαιo θάνατο.
Με τον φίλο μου τον Κώτσο τότε – Κωνσταντίνος Βελένης εδώ και χρόνια- μόλις το είχαμε σκάσει από ένα συγκρότημα που μας είχε ξενερώσει και στήσαμε παρέα με τον αδερφό του και έναν ακόμη φίλο ένα καινούργιο τις ‘’Μεθυσμένες πέν(ν)ες’’. Σε παρένθεση το (ν) ώστε να παραπέμπει και στην μουσική πέννα αλλά και στα ζυμαρικά με σάλτσα και κρασί που η μάνα μου είχε βαφτίσει μεθυσμένες πένες! Λύκειο λέμε! Εκεί λοιπόν, στην γειτονιά του Ντεπώ και στην συνοικία Ουζιέλ που έμενε ο Κώτσος κάναμε πρόβες, κουβέντες στις κούνιες, φιλίες... Λάτρευα το σπίτι της οικογένειας Βελένη και τις κουλτουριάκες κουβέντες της μητέρας τους! Άκουγα πως γνώριζε σπουδαίους ανθρώπους, όπως για παράδειγμα κάποιον κιθαρίστα ονόματι ‘’Μαυρουδής’’, τον οποίο αγνοούσα ως τότε φυσικά αλλά και τον Νίκο Παπάζογλου.
Ένα μεσημέρι λοιπόν, της χρονιάς εκείνης, τηλεφώνησα στην οικεία Βέλένη προκειμένου να δω εάν ο υπναράς φίλος μου, ενίοτε και Ορφέας λόγω των υπνηλικών του επεισοδίων, ήταν ξύπνιος ώστε να περάσω από το σπίτι του για να πάμε καμιά βόλτα. Στο τηλέφωνο απάντησε η μητέρα του η οποία μόλις άκουσε τον σκοπό του τηλεφωνήματός μου δυσανασχέτησε μιας και ο γιός της κοιμόταν ακόμη και πως της δίνω επιτέλους μια καλή αφορμή για να σημάνει το μεσημεριανό εγερτήριο –αν και υπάρχουν άπειρες πιθανότητες ο Κώτσος να κοιμόταν από το προηγούμενο βράδυ, δεν μπορώ φυσικά να το αποδείξω. Μου εξηγεί λοιπόν, ευγενικά πως θα πάει να τον ξυπνήσει και πως για να με αποζημιώσει για την καθυστέρηση, όσο θα περιμένω, θα μου βάλει να ακούσω κάποιους στίχους της ιδίας, μελοποιημένους από τον Νίκο Παπάζογλου, από μια κασέτα που μόλις την προηγούμενη μέρα της είχε φέρει, σε μια προχειρογραμμένη ηχογράφηση που έκανε μόνος του.
«Ααα ρε Κώτσε ρε Κώτσε» σκέφτηκα. Όχι πως είχα θέμα φυσικά αλλά δεν είχα καμιά ιδιαίτερη επιθυμία μεσημεριάτικο να περιμένω στο ακουστικό 100 ώρες μέχρι να ξύπνησεις!!
Και το θυμάμαι καλά, πολύ καλά, πριν καν προλάβω να σκεφτώ. Ένα κλακ στο κασετόφωνο και ένα μινόρε άρπισμα και ύστερα… ‘’είναι κάτι στιγμές τρυφερές και λεπτές …’’ και μετά ένα μαγικό τραγούδι. Η νταλκαδιάρικη παλικαρίσια φωνή του Νικόλα έψελνε πλέον ήρεμα και με γνώση το τίποτα μιας ευτυχίας. Οι στίχοι της κας Πολυξένης και τα αρπίσματα από τα χέρια του Παπάζογλου, καρφιτσώθηκαν στην εφηβική μου καρδιά. Σε μια εποχή που προφανώς δεν παρακολουθούσα την μουσική πορεία του Παπάζογλου, η μελωδικότητα του ήρθε και έκαστε δίπλα μου για λίγο. Σαν να μου έκλεινε το μάτι πως είχαν δίκιο οι γονείς μου για εκείνον και πως κάποια μέρα θα τον ερωτευθώ, όχι τότε, ήταν νωρίς.
Πράγματι, λάτρεψα τον Νίκο Παπάζογλου. Αρκετά αργότερα βέβαια. Οριακά αφού έφυγε. Είδα από μακριά το δύσβατο και ηδονικό του μονοπάτι. Αφέθηκα. Στους Ουσάκ δρόμους του, στους αμανέδες, τις μπαλάντες, το λαϊκό cult synthesizer, τις ηλεκτρικές που σκάγαν εκεί που δεν το πίστευα πως μπορούν να σκάσουν σε αυτή τη μουσική και τον Καπηλίδη να δείχνει πως παίζονται τα τύμπανα σπάζοντας τα με το γάντι.
Σε μια εποχή λοιπόν, που ο Ελληνάκος κοιμόταν και κολυμπούσε αμέριμνος στις ίδιες τις ακαθαρσίες του, και θα συνόδευε τον επικήδειο του, λίγο πιο μετά, με το ρέκβιεμ της Παπαρίζου ‘’My number one’’, ο Νικόλας ο Παπάζογλου έγραφε την Μάισσα Σελήνη. Στο ξυλουργείο του, στην πλατεία του Άι Θεράποντα και νυν πλατεία ‘’Νίκου Παπάζογλου’’, διακριτικά, με τους φίλους και συνεργάτες του, δίχως να θέλει να αποδείξει κάτι φαντάζομαι απλώς να τραγουδήσει αυτό που έμαθε ο ίδιος και μας έμαθε. Το γλέντι της ψυχής και του σώματος. ‘’Τώρα κανείς μας δε μετρά τα κατορθώματα, πικρό ψωμί μέσα στα πλούτη μας τρυγάμε, παιδιά κι απόγονοι, και τρία τα πατώματα, μα στην ψυχή το παρελθόν τσιμπολογάμε.’’
Στο ‘’Πλατώ’’ σε ένα άσχετο live, έκατσε δίπλα μου στο μπαρ και όπως με κοίταξε σκέφτηκα να του πω πως είμαι από τους πρώτους που άκουσαν τις ‘’Στιγμές’’ στη γη! Δεν είπα λέξη, ντράπηκα 18 χρονών.
Α! Να πω και κάτι κλείνοντας που δεν νοιάζει κανέναν αλλά νοιάζει εμένα. Δεν πρόλαβα να τον καμαρώσω ποτέ σε live…ναι. Κάθε φορά λοιπόν που κάθομαι και καταριέμαι την ατυχία και αναβλητικότητα μου σκέφτομαι πως μπορεί να μην τον είδα ποτέ στην σκηνή αλλά είμαι από τους λίγους που τους τραγούδησε στο αυτί –και είμαι σίγουρος πως θα είχε τα μάτια κλειστά- και κάθε φορά που έχω ντέρτια τον ακούω πάλι να μου λέει να ηρεμώ και να αγριεύω.
Ηρακλής Δαΐτσης – Απρίλης 2019