Νέες Κυκλοφορίες
Memento Mori
Depeche Mode
Να πώς έχουν τα πράγματα με τους Depeche Mode. Είναι η μεγαλύτερη μπάντα στον πλανήτη. Πάντα θα είναι. Γιατί; Δεν έχει γιατί. Μπορώ να επιχειρηματολογήσω για το γιατί, αναφέροντας άπειρους λόγους και στο τέλος να πείτε ότι έχω δίκιο, αλλά δεν θα το κάνω τώρα, εδώ, μια και ο σκοπός τούτου του πονήματος είναι να μιλήσουμε για τον νέο τους δίσκο. Σκεφτείτε μόνο όλη τους την πορεία, τι έχουν περάσει (εθισμός στα ναρκωτικά και παραλίγο θάνατος Dave Gahan, αποχώρηση Alan Wilder, θάνατος Andrew Fletcher) και ότι, παρόλα αυτά, στέκονται ακόμα εδώ, πάνω από τέσσερις δεκαετίες μετά και, αντί να επανηχογραφούν τα σημαντικότερα τραγούδια τους για να εμπορευματοποιήσουν εκ νέου περασμένα μεγαλεία, όπως κάνουν άλλοι, σύγχρονοί τους, δημιουργούν, καινοτομούν, προσπαθούν να προχωρήσουν μπροστά. Θα προσθέσω μόνο, ότι δεν έπαψαν να είναι η μεγαλύτερη μπάντα στον κόσμο, ακόμα και στις πιο απογοητευτικές τους στιγμές ("Sounds of the Universe", "Spirit").
Ήταν ακριβώς αυτό το τελευταίο άλμπουμ τους, το "Spirit", που με έκανε επιφυλακτικό και να κρατάω μικρό καλάθι, ακόμα κι όταν διαπίστωσα ότι το "Ghosts Again", προπομπός του νέου δίσκου, ήταν ένα κομμάτι που μου άρεσε πολύ. Δεν έφτανε το 10, αλλά ήταν ένα τίμιο και συγκινητικό 8άρι, πιστό, βέβαια, στις radio friendly νόρμες των singles των Depeche – και σίγουρα πολύ καλύτερο από τα opening singles των δύο προηγούμενων δίσκων, το "Heaven" και το "Where's The Revolution". Ωστόσο, η αδημονία και η έξαψη την τελευταία εβδομάδα πριν την κυκλοφορία του δίσκου παραμονή της εθνικής μας εορτής, είχαν χτυπήσει, φυσικά, κόκκινο. Ήλπιζα ότι θα μας έδιναν κάτι που θα έσβηνε την προ εξαετίας απογοήτευση (για να είμαστε δίκαιοι, το Spirit, παρά τη μουσική του μετριότητα και την ανεπάρκεια της παραγωγής του, στιχουργικά είχε καλές προθέσεις και ήταν και μια ηχηρή απάντηση στη δήλωση του white supremacist activist και “alt-right” leader Richard Spencer ότι οι Depeche Mode είναι η επίσημη μπάντα της “alt-right”. Ακόμα πιο ηχηρή η απάντηση του Dave, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: “He’s a very educated cunt, and that’s the scariest kind of all”).
Ε λοιπόν, το κατάφεραν! Όχι μόνο έσβησαν την απογοήτευση που μας είχε κάνει να πιστεύουμε ότι δεν θα βλέπαμε άλλον αξιόλογο δίσκο από τους Depeche Mode (ή ακόμα και κανέναν δίσκο πλέον) κι ότι το Delta Machine ήταν απλά μια συμπαθητική έκλαμψη, αλλά μας (παρ)έδωσαν έναν δίσκο, τόσο ολοκληρωμένο και άρτιο, τόσο ατμοσφαιρικό και τόσο…. τόσο Depeche, που είχαν χρόνια να μας χαρίσουν. Δεκαετίες, για την ακρίβεια. Τολμώ να πω από την εποχή του Ultra, ενός δίσκου που πάλι, κατά διαβολική (;) σύμπτωση είχε κυκλοφορήσει μετά την απώλεια ενός βασικού στελέχους τους, διαφορετική βεβαίως, αυτήν της αποχώρησης του Alan Wilder και που ερχόταν στην «ουρά» της χρυσής τους εποχής μετά την κατά σειρά κυκλοφορία των ομολογουμένως κορυφαίων δίσκων τους ("Black Celebration", "Music For The Masses", "Violator, Songs Of Faith And Devotion").
Το Memento Mori ξεπερνά με ευκολία ο,τιδήποτε άλλο κυκλοφόρησαν οι Depeche Mode κατά τον 21 ο αιώνα, ακόμα και το ομολογουμένως πολύ καλό Playing The Angel του 2005 (για τα μέτρια "Sounds of the Universe", "Spirit" και το καλό "Delta Machine", ούτε λόγος). Και μπορεί εδώ να μην έχουμε "Precious" (ή μήπως έχουμε; - "Ghosts Again" ίσως;), αλλά έχουμε, μια εξαιρετική, συνολικά παραγωγή με μια ατμόσφαιρα που είχαμε καιρό να αισθανθούμε από τους Depeche Mode και έναν συγκερασμό "Violator" και "Songs Of Faith And Devotion" με το βλέμμα προς το πώς πρέπει και αναμενόταν να είναι ο ήχος της σπουδαιότερης μπάντας της γενιάς τους εν έτει 2023.
Από το εναρκτήριο "My Cosmos Is Mine" καταλαβαίνει ο ακροατής ότι θα βουτήξει στην παλιά, καλή σκοτεινή ατμόσφαιρα των Depeche Mode από τα παλιά. Σε αυτό βεβαίως συμβάλλει και η θεματολογία του τραγουδιού με τον Martin να παίρνει τη σκυτάλη στα φωνητικά από τον Dave στα μισά του τραγουδιού και να τραγουδάει ανατριχιαστικά για την πληθώρα (παράλογου) θανάτου που έχει βιώσει ο πλανήτης την τελευταία τριετία (παρεμπιπτόντως, όταν οι Depeche Mode επιλέγουν να «μιλήσουν πολιτικά» με τον γνώριμό τους τρόπο να στιχουργούν και δημιουργούν μουσική, το κάνουν πολύ καλύτερα από τον τρόπο με τον οποίο το έκαναν όταν το έκαναν επί τούτου, στο "Spirit"). Ένα τραγούδι περίεργο, που μας θυμίζει γιατί αγαπάμε τους Depeche Mode: γιατί πάντα ήταν κάπως «περίεργη» μπάντα και έγραφαν «περίεργη» μουσική, ασχέτως αν τελικά κατάφεραν να έχουν μια ασύλληπτη διεισδυτικότητα σε mainstream κοινό, παραμένοντας, ωστόσο (και αυτό είναι το πιο αξιοθαύμαστο), ταυτόχρονα κα πάντα μια cult μπάντα.
Ακολουθούν τα "Wagging Tongue" (τι ωραία εισαγωγή και πόσο Ultra-esque feeling!) και "Ghosts Again": catchy μελωδίες με κλασικές Depeche μπασογραμμές και πλήκτρα, ενώ το πρώτο είναι από κοινού δημιουργία των 2 πλέον Depeche. Kαι μετά έρχεται η πρώτη μεγάλη έκπληξη του άλμπουμ: "Don’t Say You Love Me" και όχι, δεν έχει καμία σχέση με το "It’s No Good"! Οι Depeche Mode τα τελευταία 20 χρόνια είχαν δύο, κατά τη γνώμη μου, προβλήματα. Πρώτον, ηχογραφούσαν λες και έπρεπε τα τραγούδια τους ντε και καλά να «μοιάζουν» με Depeche Mode. Δεύτερον, ο Dave είναι αρκούντως βαρύτονος, τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, επιδιδόταν σε μια προσπάθεια να τραγουδήσει με bluesy ύφος, σε ανάλογου ύφους – ή και όχι μόνο ανάλογου – τραγούδια με τούτο εδώ, όντας λίγο παγιδευμένος στο γεγονός ότι η μοναδικά soulful βαρύτονη φωνή του λειτουργούσε ως ένα πρόσθετο μουσικό όργανο που απογείωνε τη synth pop δημιουργία της μπάντας με τρόπο που καμία άλλη synth pop μπάντα, πριν ή μετά δεν κατάφερε ποτέ. Ήταν, δηλαδή, μια κάπως ψυχαναγκαστική κατάσταση, και γι’ αυτό ίσως επέρχονταν τα μέτρια αποτελέσματα των τελευταίων δισκογραφικών δουλειών. Στο κομμάτι αυτό (όπως και συνολικά σε όλον τον δίσκο) καταφέρνουν και λύνουν και τα δύο αυτά προβλήματα και μας χαρίζουν ένα διαμάντι, από τα highlights του δίσκου.
Το "My Favourite Stranger" είναι άλλο ένα radio friendly hit με τη σκοτεινιά που αρμόζει στην περίσταση και το "Soul With Me" είναι το καλύτερο τραγούδι που έχει τραγουδήσει ο υπέροχος Martin από το "Home" και μετά.
Εδώ, στα μισά του δίσκου, με έπιασε ο φόβος, ότι έφτασε το σημείο εκείνο, που δεν μπορεί, θα με αφήσει ο δίσκος, πάει αυτό ήταν, καλό ήταν όσο κράτησε. Κι όμως. Σε αυτό το σημείο «σκάει» το τραγούδι με τον πιο anti-depeche τίτλο στην ιστορία του συγκροτήματος. "Caroline’s Monkey" και σίγουρα εδώ έχουμε την πιο περίεργη στιγμή του δίσκου. Ένα τραγούδι που σε πρώτο άκουσμα ταυτόχρονα νιώθεις ότι δεν ταιριάζει σε Depeche Mode, αλλά έχει και τη γνώριμη Depeche «νταρκίλα». Ένα τραγούδι που σου κολλάει στο μυαλό, αλλά είναι τόσο απλό και λιτό (όπως ήταν πάντοτε οι καλύτερες δημιουργίες του Martin – εδώ βέβαια με τον Richard Butler, των The Psychedelic Furs, όπως και στα "Ghosts Again", "Don’t Say You Love Me", "My Favourite Stranger") και δεν μπορείς να αποφασίσεις αν είναι από τα κομμάτια που θα ξεχωρίσουν ή όχι. Είναι, ωστόσο, νομίζω, τραγούδι “grower”, θέλει τον χρόνο του. Και σίγουρα, με τον τρόπο του, αφήνει αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή για τη συνέχεια.
Το "Before We Drown", από την άλλη, είναι εντελώς Depeche Mode κομμάτι και απόδειξη ότι ο Dave μπορεί πλέον να γράφει πανέμορφα τραγούδια Depeche Mode (μαζί με τους Christian Eigner και Peter Gordeno εδώ) και να τραγουδάει όπως πάντα ταίριαζε στη μουσική των Depeche Mode, διαλύοντας τους φόβους πολλών, ότι πλέον μάλλον μόνο ως vocalist των Soulsavers θα πρέπει να τον συνηθίσουμε (παρεμπιπτόντως η σύμπραξη του Gahan μαζί τους θεωρώ ότι είναι πολύ όμορφη), ενώ το "People Are Good" είναι τόσο ρυθμικό και ταυτόχρονα μας «βγάζει γλώσσα» θυμίζοντάς μας παλιό μεγάλο χιτ με παραπλήσιο τίτλο, που δεν μπορείς παρά να αρχίσεις να κουνιέσαι στον ρυθμό του με ένα ανεξήγητο χαμόγελο στα χείλη.
Τα “Always You” και “Never Let Me Go” (κι άλλος παραπλήσιος τίτλος με παλιότερο mega hit που αναβίωσε πρόσφατα ως τέτοιο χάρη σε φετινή τηλεοπτική σειρά) είναι εκ διαμέτρου αντίθετα μεταξύ τους. Το πρώτο, πιο down tempo, με χαρακτηριστικές, όμως, εξάρσεις και υπόγεια δύναμη μουσικά, το δεύτερο ρυθμικό, μπητάτο, ξεσηκωτικό και με τις περισσότερες, μάλλον, κιθάρες από οποιοδήποτε άλλο τραγούδι στον δίσκο. Άλλο ένα radio friendly hit, πιστεύω.
Για το τέλος, μας επεφύλαξαν το “Speak To Me”. Ένα κομμάτι που είναι το κατάλληλο outro, σε αρμονία και ταυτόχρονα αντιδιαστολή με το intro κομμάτι. Ένα ακόμα υπέροχο τραγούδι που έγραψε ο Dave μαζί με τους Christian Eigner, James Ford και Marta Salogni (οι δυο τελευταίοι βεβαίως και στον ρόλο των producer και co-producer του δίσκου). Η μουσική σε ταξιδεύει και σκάει μέσα σου σαν κύμα, ξεσπάει αλλά ταυτόχρονα με κάποιον περίεργο και μαγικό τρόπο κρατά και μια υπόγεια δύναμη που δεν την απελευθερώνει, έτσι ώστε να σε «χτυπήσει» ακόμα περισσότερο, ακούγεται δε – πιστέψτε με – καλύτερα στο σκοτάδι, όπως τα παλιά καλά τραγούδια των Depeche Mode. Πρόκειται, αναμφίβολα, για το καλύτερο κλείσιμο δίσκου τους από την εποχή του Violator και το ακροτελεύτιο κομμάτι του, το "Clean".
Ακούγεται, ίσως, κλισέ, αλλά η πανδημία, κατά τα φαινόμενα, επέδρασε θετικά στη δημιουργικότητα του Martin και του Dave, τους έδωσε δε τη δυνατότητα να εξελίξουν τον ήχο τους και να τον προσαρμόσουν στις φόρμες και τα ηχοτοπία που εδώ και χρόνια πάλευαν να δημιουργήσουν ως την επόμενη φάση της καριέρας τους και εδώ επιτέλους δείχνουν να τα καταφέρνουν περίφημα. Η δε συνεργασία στη δημιουργία με τον Richard Butler (The Psychedelic Furs) δένει τόσο αρμονικά που δε σου φτάνει, θες κι άλλο. H συνεργασία με τον James Ford στην παραγωγή εδώ φαίνεται να αποδίδει, σε αντίθεση με το "Spirit", ενώ ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη συμπαραγωγό Marta Salogni, πρώην μαθήτρια του δικού μας Thom Ntinas (Θωμά Ντίνα), sound mixer, audio engineer, αλλά και γευσιγνώστη, ιστοριοδίφη, podcaster και ιδρυτή και ιθύνοντα νου των Cloudcub (αξίζει να τους ανακαλύψετε), που εδώ και χρόνια ζει, εργάζεται και δημιουργεί στο Λονδίνο.
Oι Depeche Mode με το "Memento Mori" όχι απλά σώζουν την παρτίδα, αλλά φανερώνουν μια ζωντάνια που έλειπε από τη μουσική τους τα τελευταία χρόνια και αυτό μας κάνει να αισιοδοξούμε για το μέλλον τους. Εκτός κι αν φυσικά το θεωρούν ως τον ιδανικό επίλογο, μετά και την απώλεια του Andy…
Όπως και να ΄χει, καμία άλλη μπάντα δεν είναι σαν τους Depeche Mode και καμία άλλη μπάντα δεν θα μπορούσε, πάνω από 40 χρόνια μετά το ξεκίνημά της, να βγάλει έναν τέτοιο δίσκο. Έναν δίσκο που αφήνει την επίγευση ενός εξαιρετικού κρασιού, ή το χαμόγελο της ικανοποίησης του να αναλογίζεσαι τη ζωή σου και να συνειδητοποιείς ότι υπήρξε γεμάτη. Αυτό είναι το "Memento Mori", για τους κυρίους Dave Gahan και Martin L. Gore.
Release Date: 24/3/2023
Βαθμολογία: 9/10