Nέες Κυκλοφορίες
Crack-Up
Fleet Foxes
16 Ιουνίου και οι Fleet Foxes κυκλοφορούν το «Crack-Up», δηλαδή το τρίτο αλμπουμ μετά το self titled ντεμπούτο του 2008 και το «Ηelplessness Blues» του 2011. Τα παιδιά από το Seattle είχαν στις βαλίτσες τους ή από ό,τι φαίνεται στις πλάτες τους, το βάρος δυο δίσκων που ήταν ομολογουμένως εξαιρετικοί. Για πρώτη φορά τότε δεν είχαν τον Josh Tillman aka Father John Misty, o οποίος ήταν στα ντουζένια του τότε και αποφάσισε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στη solo καριέρα του. Τώρα δε ξέρω αν θα έκανε την διαφορά.
Είπαμε, πριν ένα μήνα βγήκε ο δίσκος, όμως είχε leak-αρει από τις αρχές του Μάη, οπότε είχα μπόλικο χρόνο να τον ακούσω ξανά και ξανά, όπως αξίζει άλλωστε στην μπάντα. Στο μυαλό μου είχα προγραμματίσει να ανεβάσω αυτό το review την ημέρα της κυκλοφορίας, αλλά προφανώς δυσκολεύτηκα πολύ να βγάλω ετυμηγορία. Την πρώτη φορά που το άκουσα είπα «μούφα», αλλά κάθε φορά που επέστρεφα μου άρεσε όλο και περισσότερο, κάποιος θα με ρωτούσε «Tι ακούμε; Ωραίο είναι.» και μου έβαζε ψύλλους στ'αυτιά μήπως και το έχω αδικήσει. Κάπως έτσι μπερδευόμουν για καιρό. Νομίζω πως κατά βάθος ήθελα και 'προσπαθούσα' να το αγάπησω αυτό το αλμπουμ, γιατί οι Fleet Foxes ήταν από τους πρώτους έρωτες που έγιναν αγάπη στην «υπόγεια» ζωή μου. Τελικά...απεφάνθη πως ο δίσκος είναι μέτριος. Με τα παρακάτω θα εξηγήσω το γιατί:
Αρχικά, o ήχος είναι Fleet Foxes; 100% psych-folk-ίζουσα μπάντα ήταν και παρέμεινε. 7 ολόκληρα χρόνια μετά και η ατμόσφαιρα στον δίσκο είναι σχεδόν ίδια. Αυτό το "σχεδόν", είναι όμως το πρόβλημα. Το μοτίβο είναι ίδιο, η ήρεμη φωνή του lead singer Robin Pecknold να σε ταξιδεύει, οι στίχοι δακρύβρεχτοι (δε με χαλάει καθόλου τούτο), οι μελωδίες όμως είναι που κάπως ξενερώνουν. Αυτό που μου άρεσε ανέκαθεν στους Fleet Foxes ήταν ο πόνος των στίχων που ξαφνικά τον ένιωθες και από την κίθαρα ως τα τύμπανα. Ήταν παντού. Ξαφνικά, φασαρία και ξέσπασμα, σαν ένα ταρακούνημα που φώναζε μέσα σου «ΞΥΠΝΑ». Στο Crack-Up αυτό εξαφανίστηκε. Έμεινε η ηρεμία σαν μια ευθεία γραμμή σε καρδιογράφημα. Ακόμα και όταν υπάρχει κάποιου τύπου έξαρση, νιώθω ότι γίνεται απλά για να γίνει. Αν έπρεπε να ξεχωρίσω κάτι από τον δίσκο, θα έλεγα ότι τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια είναι το «Fool’s Errand», το «On Another Ocean (January/June)» και το «Third Of May/ Odaigahara». Το υπόλοιπο αλμπουμ δεν είναι κακό, απλά πνίγνεται στην μετριότητα και κάποιες φορές που ξεχνιέμαι, δεν καταλαβαίνω αν έχουν περάσει 10 δευτερόλεπτα ή 10 λεπτά. Μονοτονία δηλαδή, πάνω-κάτω είναι ο ίδιος απαράλλακτος ήχος και στα 12 κομμάτια που το απαρτίζουν.
Εν κατακλείδι, δεν είναι ένας κακός δίσκος, αλλά ένας βαρετός δίσκος. Ξέρω ότι δε ξαναγράφονται κομμάτια όπως το «Mykonos» ή όπως το «The Shrine/An Argument», αλλά μια έλλειψη εμπνεύσης την νιώθουμε εύκολα. Το συγκρότημα πάτησε πάνω στα στοιχεία που τους έκαναν γνωστούς, αλλά κάπου στην διαδρομή ο Robin και η παρέα του παραπάτησαν. Ειλικρινά δε καταλαβαίνω τα διθυραμβικά σχόλια που διάβασα σε ξένα και εγχώρια site τύπου «Το καλύτερο αλμπουμ τους», «Θέλει χρόνο, σκοτεινή δουλειά» και άλλα παρόμοια. Είναι ένα μέτριο αλμπουμ.
Βαθμολογία: 3/5
Release Date: 16/6/2017