The Song Diaries (150)
Μαμά
Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Πότε μεγάλωσα δεν καταλαβα. Ποτε έγινα γονιός δεν το συνηδειτοποιησα. Η ζωή τρέχει τόσο γρήγορα που όλα μου φαίνονται χθες.
Τώρα που έγινα μπαμπάς, απ' την πρώτη στιγμή, καταλαβα ότι θα ναι απ τις πιο δύσκολες πίστες της ζωής. Ξενύχτια, κούραση πολύ, σκέψεις πολλές και τρέξιμο. Τρέξιμο για μια ζωή που εξαρτάται απο εσένα - συναισθηματικά πρώτα και μετά όλα τα αλλα.
Εγώ έχω ευτυχώς γονείς δυνατούς και στοργικούς που με έκαναν να νιώθω ευτυχισμένος. Από την πρώτη στιγμή που είδα το παιδί, αμέσως σκέφτηκα τους δικούς μου. Φίλε μου, λέω, εδώ σε θέλω. Έρχονταν εικόνες απ' την παιδική μου ηλικία. Απ' την εφηβεία μου. Να άκουω την μάνα μου να μου φωνάζει φορα το μπουφάν σου. Να θυμάμαι την μάνα μου να με ξελασπώνει στις δύσκολες καταστάσεις. Να θυμάμαι τον πατέρα μου να μου μαθαίνει νέα πράγματα και να μου λέει να προσέχω. Να θυμάμαι τους δικούς να με μαλώνουν. Να θυμάμαι τους δικους μου να μου λένε πως με αγαπούν. Εγώ σπάνια να τους το έχω πει, αλλά ελπίζω και εύχομαι να το καταλαβαίνουν και να το ξέρουν. Ένα πράγμα εύχομαι από τότε που έγινα γονιός. Να γίνω έστω και ένα τοις έκατο σαν εκείνους. Να τους μοιάσω έστω και λίγο.
Σας αγαπώ.
Και σας ευχαριστώ για όλα όσα μου δώσατε και μου δίνετε.
Τη "Μαμά" του Βασίλη Παπακωνσταντίνου τη βρίσκεις στον δίσκο "Το Παιχνίδι Παίζεται", που κυκλοφόρησε το 2010. Το κομμμάτι είναι διασκευή στο "La Mamma" (1963) του Charles Aznavour, και στην παρούσα ελληνική εκδοχή του τους στίχους έγραψε ο Οδυσσέας Ιωάννου.
Στίχοι
Έβαζες ψεύτικες φωνές, γελούσες κι έκανες πως κλαις
κι εγώ παιδί, α, ρε μαμά.
Πίσω μου τρέχεις μια ζωή, με ένα πιάτο και μια ευχή
τότε με κράταγες σφιχτά, τώρα κοιτάς από μακριά.
Μέσα απ’ τα δόντια να μιλάς, σ’ ακούω σαν τώρα “Μη με σκας”
“Δε θα σε ανεχτεί κανείς”
“Θα πας χαμένος, θα το δεις”, α, ρε μαμά.
Ύστερα λόγια στο χαρτί “Συγγνώμη, σ` αγαπώ πολύ”
“Έίμαι ‘δω”, α, ρε μαμά.
Ζωγράφιζες και μια καρδιά, με νίκαγες με ζαβολιά
κι έβαζες πάντα στο πικάπ το δίσκο με το Ave Maria
Ave Maria.
Χανόσουνα στη μουσική, εσύ γινόσουν το παιδί
κι εγώ ένας άγγελος στη γη, να σε προσέχω μια ζωή.
Τις πόρτες άνοιγες στο φως, να μπει ο ήλιος κι ο θεός
να μας φυλάει, α, ρε μαμά.
Τα βράδια ήσουν μια αγκαλιά κι ανάμεσα απ` τα φιλιά
έκανες τη φωνή λαγού, το λύκο και την αλεπού.
Και όταν γύριζα αργά “θα σου τα πάρω τα κλειδιά”
“θα βρεις τις πόρτες πια κλειστές”
“θα με πεθάνεις, αυτό θες;” α, ρε μαμά.
Μαμά, που πας…