The Song Diaries (77)
Hope
Daughter
Go back to where you held armour against your skin
Don't sink, just swim towards the storm
And once again you'll be reborn, reborn, reborn
Go back to where I held armour against my skin
Won't sink, I swim towards the storm
And once again I'll be reborn, reborn, reborn
Έχω μια ιστορία που γυρνάει στο μυαλό μου για καιρό.
Είναι μια ιστορία για έναν άνθρωπο, που γυρίζει στους δρόμους ψάχνοντας το σπίτι του.
Μοιάζει να είναι γέρος, ταλαιπωρημένος. Τα ρούχα του είναι βρώμικα και σκισμένα. Το πρόσωπό του διαλυμένο. Τα μάτια του δείχνουν κενά, το βήμα του σέρνεται, το δεξί πόδι του είναι πολύ χτυπημένο. Μοιάζει 70 χρονών, αλλά δεν είναι. Είναι μόλις 28 χρονών. Ψάχνει να βρει το πατρικό του σπίτι. Είναι Αύγουστος, κοντά Δεκαπενταύγουστος. Περιπλανιέται στην πόλη που έπαιζε παιδί, μια πόλη που ποτέ δεν ήταν δική του μα αυτός πάντα ένιωθε, για έναν παράξενο λόγο, πως ανήκει εκεί. Η ζέστη και η υγρασία κάνουν τα κουρέλια που έχει για ρούχα να κολλάνε στο σώμα του. Έχει πυρετό.
Γυρίζει, μετά από 3 χρόνια, από έναν άγριο πόλεμο.
Ψάχνει να βρει το πατρικό του σπίτι αλλά δεν θυμάται. Δεν υπάρχει κανείς τριγύρω να ρωτήσει. Δεν υπάρχει έτσι κι αλλιώς κανείς πια εκεί. Το φεγγάρι, μεγάλο και φωτεινό απέναντί του μοιάζει τη μια να τον κοροϊδεύει και την άλλη να του δείχνει το δρόμο.
Στα αυτιά του, μόνο ήχοι μάχης και παιδικών παιχνιδιών.
Οι μέρες περνούν, νυχτώνει, ξημερώνει κι αυτος εκεί, να ψάχνει.
Κάποια στιγμή, κάπου κοντά στη θάλασσα, βρίσκει ένα σπίτι με μια πόρτα μισάνοιχτη. Ο κήπος έχει ρημάξει, οι γονείς του λείπουν από καιρό - ίσως και να μην ήταν ποτέ εκεί. Η αυλόπορτα έχει κρεμασμένο ένα μεγάλο, από σίδερο 9.
Αυτό πρέπει να είναι.
Αποφασίζει να ζήσει εκεί. "Χρειάζομαι χρόνο." σκέφτεται. "Οι πληγές μου είναι νωπές και βαθιές. Χρειάζομαι χρόνο και μέχρι να κλείσουν θα μείνω εδώ".
Το σπίτι είναι γεμάτο φως αλλά άδειο. Δεν έχει μείνει τίποτα. Ζαλισμένος όπως είναι από τον πυρετό και κουρασμένος πέφτει σε βαθύ ύπνο. Ονειρεύεται τα αδέρφια του. Τρέχουν όλοι μαζί σε ένα βουνό - που μόνο σαν ανάμνηση θυμάται τις μυρωδιές του, σαν να μην υπήρξε κι αυτό ποτέ- και να πετάνε έναν πολύχρωμο χαρταετό . Ονειρεύεται τη ζεστή και μαλακή αγκαλιά της μητέρας του και τον πατέρα του να ετοιμάζει χαλβά - το μόνο γλυκό που ήξερε να φτιάχνει- με τόση αγάπη , και να γυαλίζει ένα, ένα, με θρησκευτική ευλάβεια, τα ζευγάρια των παπουτσιών των παιδιών του όταν είχανε γιορτή στο σπίτι.
Ξύπνησε μετά από μέρες και είπε στον εαυτό του "Τώρα είμαι μόνος, μα όταν οι πληγές κλείσουν θα στήσω μια γιορτή κι όλοι θα 'ρθουν ξανά." "Μέχρι τότε η θάλασσα, το φως αυτού του σπιτιού και τα κύματα ας είναι η μόνη μου παρέα."
Ο χρόνος είναι γιατρός και πέρασε κι απ΄το σπίτι με το αριθμό 9 κι έκανε τη δουλειά του.
Ξύπνησε μια μέρα κι ένιωθε τα πόδια του πιο γερά, η καρδιά του είχε μαλακώσει και οι ήχοι από τις μάχες είχαν σωπάσει. Σηκώθηκε, άνοιξε τα παράθυρα, γλάροι πετούσαν στον ουρανό που έβλεπε, είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος και κάτι. Αρχές Φθινοπώρου πια, ο αέρας είχε δροσίσει, οι πληγές δεν τον πονούσαν - μα ήταν πάντα εκεί τα σημάδια τους- . Έπλυνε τα ρούχα του, γυάλισε τα παπούτσια του, ξύρισε τα γένια του, έκοψε τα μαλλιά του που είχαν μακρύνει πια υπερβολικά πολύ, έφτιαξε βυσσινάδα -όπως συνήθιζε η μαμά του να κάνει- και βάλθηκε να ψήνει όλο το μεσημέρι σιμιγδάλι και κουκουνάρια και σταφίδες για να φτιάξει κι εκείνος χαλβά. Μέχρι που έφτιαξε κι έναν μικρό αυτοσχέδιο χαρταετό με κάτι ρετάλια χαρτιού και ξύλου που βρήκε ξεχασμένα σε ένα ντουλάπι. Ως το απόγευμα ήταν όλα έτοιμα.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη λίγο πριν βγει στην αυλή και ξαφνικά αναγνώρισε ξανά, ύστερα από χρόνια το είδωλό του.
Κάθισε στη σιδερένια καρέκλα που καθόταν τα παλιά απογεύματα ο παππούς του, δίπλα στη μεγάλη συκιά, και περίμενε. Μια γάτα ήρθε και άρχισε να τρίβεται στα πόδια του. "Εσύ θα είσαι η πρώτη μου καλεσμένη" της είπε και της έβαλε λίγο νερό από την κανάτα κι εκείνη γουργούρισε ευχαριστημένη.