The Song Diaries (30)
Man Next Door
Massive Attack
Άνοιξη 1998, Southgate/Λονδίνο.
Είχα νοικιάσει με τους τρεις ιστορικούς για την ύπαρξή μου συγκατοίκους ένα 4-bedroom flat στο Southgate, στο Βόρειο Λονδίνο. Τα βράδια μαζευόμασταν οι συγκάτοικοι και διάφοροι φίλοι μας στο σαλόνι, μόλις έπεφτε η νύχτα, σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή. Μιλάγαμε για άπειρα πράγματα, γνωριζόμασταν καλύτερα ο ένας με τον άλλον, στην ουσία αγωνιούσαμε να μην ξεχάσουμε ποιοι είμαστε και να βρούμε ποιοι θα γίνουμε. Ακούγαμε πάντα σ'εκείνο το κάπως παλιατζούρικο σαλόνι LGR (London Greek Radio), ο οποίος έπαιζε ακατάπαυστα τις σκυλο-ποπ επιτυχίες της εποχής, αλλά και παλιότερα και κλασικότερα λαϊκά. Ήταν μεγάλο σχολείο για μένα αυτή η εμπειρία, 6-7 μήνες πριν είχα ανέβει σούμπιτος στην πρωτεύουσα της Αγγλίας καθώς πρέπει άτεγκτος και αρκούντως ψωνισμένος "ροκάς", χτυπημένος ανεπανόρθωτα και επί 6 χρόνια από τον αδυσώπητο ιό των 90's, και με βαριά προυπηρεσία από τα παιδικά μου χρόνια κιόλας στο "κλασικό ροκ" των Floyd, των Doors, των Stones, των Beatles και των Kinks και τόσων άλλων 60's και 70's μουσικών ηρώων. Το να σου σκάει από τα ηχεία του δικού σου (μικρού και φτηνού) στερεοφωνικού ο Μαζωνάκης, ο Τερλέγκας, ο Καρράς και η Σαμπρίνα ήταν μια κάποια έκπληξις, ένας βίαιος ηχητικός αιφνιδιασμός που ανακλαστικά μου'ρχόταν να αποκρούσω, όμως δεν ήθελα να φαίνομαι ψώνιο και "κολληματίας" (έτσι με φωνάζανε στο Γυμνάσιο λόγω των μουσικών μου εμμονών) στους νέους μου φίλους κι έτσι στωικά και υπομονετικά άντεχα τούτη τη νέα μουσική, μέχρις ότου βρήκα και σε αυτή μικρές διαμαντένιες στιγμές και συγκινητικά cult στιχάκια, διότι αυτό είναι για μένα η μουσική, μία ατέλειωτη και αχανής έρημος ομορφιάς που μπορείς να βρεις και να νιώσεις σε κάθε είδος της.
Δεν είχα όμως πάντοτε την ίδια αντοχή, κάποιες φορές αποσυρόμουν νωρίτερα απ'τους άλλους στο μικροσκοπικό box room μου, προφασιζόμενος νύστα και κούραση (ή και διάβασμα, συνέβαινε και αυτό πού και πού). Έκεί είχα ένα ακόμα πιο μικρό και φτηνό δικό μου στερεοφωνικό και δίπλα του μία βιβλιοθήκη που πάνω της είχε τα βιβλία μου -πανεπιστημιακά και "εξωσχολικά"-, καθώς και κάποια επιλεγμένα CDs που είχα φέρει από την...πατρίδα, μαζί με κάποια που αγόραζα όσο ήμουν στο Λονδίνο. Τα βράδια που την κοπάναγα από το σαλόνι έβαζα ένα από τα CD μου, ξάπλωνα στο κρεβάτι μου, τσίμπαγα κάποιο βιβλίο από τη βιβλιοθήκη και that's it! Απλή ευτυχία... Την Άνοιξη του 1998, οι Massive Attack είχαν κυκλοφορήσει το απίστευτο Mezzanine και ο χρόνος που περνούσα στο σαλόνι με τους φίλους μου και τον LGR ήταν σχεδόν μηδενικός, το εθιστικό νέο άλμπουμ των Bristol trip-hoppers με τραβούσε σαν μαγνήτης στο καβούκι μου, σκεπαζόμουν με το βαρύ μου πάπλωμα και αφηνομουν στο δίσκο ως το πρωί...
Χειμώνας 2001, Bounds Green/Λονδίνο.
Ήμουνα στο μεταπτυχιακό και έμενα στο Bounds Green, μόνος μου κατά βάση, ερχόταν όμως για μεγάλα διαστήματα και μια κοπέλα που τότε ήμασταν μαζί. Ήμουνα στο ισόγειο ενός μεγάλου block of flats, είχα τρία μεγάλα δωμάτια να περιφέρω το άγχος μου για την πτυχιακή και τις εξετάσεις-βουνό που έρχονταν κατά πάνω μου σε λίγους μήνες. Και ήταν κι άλλα blocks τριγύρω και όλοι μαζί, φοιτητές, οικογενειάρχες, εργένηδες, Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, Ινδοί, Κύπριοι, Πακιστανοί και Έλληνες, άσπροι, μαύροι, κίτρινοι και κόκκινοι, μοιραζόμασταν έναν κοινό κήπο με γκαζόν και δέντρα...
Στην κρεβατοκάμαρά μου είχα ένα τεράστιο παράθυρο, μ'άρεσε τα πρωινά να πίνω καφέ εκεί και να χαζεύω τον κήπο μου, με τα σκιουράκια, τις καρακάξες και τα κοράκια, αλλά και πιο πέρα, τα σύννεφα, τη βροχή και τον ορίζοντα που χανόταν στις παγωμένες ράχες του απέραντου Ατλαντικού. Πριν από αυτά όμως, ήταν και το απέναντι block, ένα καφέ κουτί γεμάτο παράθυρα, υψωνόταν ψωροπερήφανο ανάμεσα στις συστάδες των ψηλών δέντρων και τον γκρίζο ουρανό.
Από τις διακοπές των Χριστουγέννων κι έπειτα, από ένα παράθυρο εκείνου του block ερχόταν τα βράδια στην κρεβατοκάμαρά μου ένα φως, μία λάμψη από φακό ξεκινούσε από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου απέναντι και κατέληγε στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς μου, σαν νυχτερινό σινιάλο. Με έπιανε ένας φόβος και έκλεινα την κουρτίνα, ξάπλωνα φρικαρισμένος στο κρεβάτι μου και αναρωτιόμουν ποιος και γιατί κάνει κάτι τέτοιο. Το φως εξακολουθούσε να φωτίζει την γαλάζια κουρτίνα μου. Στεκόταν ακίνητο για κάνα δεκάλεπτο κι ύστερα μετακινιόταν πάνω-κάτω. Μετά έσβηνε. Σιγά-σιγά σταμάτησα να πίνω τον πρωινό μου καφέ στην κρεβατοκάμαρα και η κουρτίνα ήταν μόνιμα κλειστή, νύχτα-μέρα. Όταν έβγαινα απ'το σπίτι και διέσχιζα τον πράσινο κήπο, ένιωθα μια ελεεινή ανατριχίλα, ένα παγωμένο σύγκρυο, που μ'έκανε να ανοίγω το βήμα μου και να εξαφανίζομαι προς το δρόμο.
"Είναι ανώμαλος! Αν δεν πάρεις την αστυνομία, εγώ δεν ξανάρχομαι εδώ!", ωρυόταν η Σοφία η κοπέλα μου.
"Ναι, οκ, έχεις δίκιο, θα πάρω...", απαντούσα εγώ.
Δεν πήρα ποτέ όμως. Πέρα του ότι φοβόμουν τι θα γίνει μετά, μήπως δηλαδή μπλέξω χειρότερα, σκεφτόμουν αυτόν που με βασάνιζε με τον φακό του. Μπορεί αυτός το φως να μην ήταν απειλητικό και "ανώμαλο", όπως έλεγε η Σοφία, μπορεί να ήταν και μία προσπάθεια επικοινωνίας, ένα σήμα κινδύνου από έναν άνθρωπο σε απόγνωση, ένα σημάδι από έναν ανθρώπινο κόσμο ξένο, βασανισμένο και ταλαιπωρημένο...
"Αμάν ρε μαλάκα με τις ψυχολογοκουλτούρες σου!", μου φώναζε ο κολλητός μου από το μεταπτυχιακό, ο Ηλίας. "Φίλε, έχεις σκεφτεί ποτέ πως μπορεί το φακό να τον ανάβει καμιά γυναικάρα που σου την πέφτει; Έχεις και τα τυχερά σου στο Bounds Green Μιχαλάκη!"
Φυσικά δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Κι όπως και να χει, τα βράδια που εμφανιζόταν το φως, εγώ δεν φανταζόμουν μία εξωτική καλλονή να μου στέλνει το κάλεσμά της, αλλά έναν μυστήριο μοναχικό τύπο να υφαίνει τον ιστό του για να πιάσει άλλους ανθρώπους. Να τους κάνει τι; Δεν μπορούσα να ξέρω και γύρω στο Φλεβάρη αποφάσισα πως δεν ήθελα να μάθω. Ήθελα να τελειώσω το μεταπτυχιακό και να γυρίσω στην Ελλάδα. Κάπου εκεί σταμάτησε να έρχεται το φως στην κουρτίνα. Η Σοφία άρχισε να έρχεται πάλι στο σπίτι και την Άνοιξη άρχισα δειλά-δειλά να ανοίγω την κουρτίνα και να πίνω καφέ στην κρεβατοκάμαρα.
Ένα πρωί έβαλα το Mezzanine των Massive Attack, όπως έκανα και πριν τρία χρόνια στο Southgate. Ξανάκουσα και το αγαπημένο μου απ'το δίσκο, το Man Next Door, και το φως που έβλεπα στην κουρτίνα μου το Χειμώνα έλαμψε σαν αστέρι που σκάει πριν πεθάνει. Συνειδητοποίησα ξαφνικά πως γύρω μου υπάρχει τόση περίεργη ζωή που περιμένει να αναστηθεί και τόσο σκοτάδι που θέλει να φωτιστεί, ανήσυχα, ανάρμοστα και ατσούμπαλα περιφερόμαστε ώρες-ώρες στον πλανήτη Γη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι σκόνη φωλιάζει στο δέρμα σου και τι πόνος χαλάει τα δόντια σου, κανείς δεν μπορεί να μετρήσει το μίσος που σέρνεις στην πλάτη σου και τις τύψεις που κρύβεις κάτω απ'το μαξιλάρι σου. Ούτε ο γείτονάς σου που μήνες ή χρόνια συναντάς και δεν αλλάζετε κουβέντα, γιατί η μοναξιά είναι σημείο των καιρών, ο φακός που φωτίζει την εποχή που μου λαχε να ζω, την εποχή που τα λόγια είναι δάχτυλα που χτυπάνε πληκτρολόγια και τα αισθήματα emoticons ή απλά ένα φως πάνω σε μια γαλάζια κουρτίνα.
Το Man Next Door το βρίσκεις στον 3o δίσκο της Βρετανικής (Bristol) trip hop μπάντας Massive Attack, Mezzanine, που κυκλοφόρησε στις 20 Απριλίου 1998. Είναι το 7ο κομμάτι του album και το τραγουδάει ο Τζαμαϊκανός reggae singer-songwriter Horrace Andy. Το τραγούδι είναι βασισμένο στο Quiet Place (1964) του Garnet Mimms. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά από τον John Holt και την μπάντα του Paragons το 1968. Από τότε έχει διασκευαστεί από πολλούς και διάφορους, συμπεριλαμβανομένων των UB40, τους Slits και Dennis Brown.
Lyrics
There is a man that live next door
In my neighborhood
In my neighborhood
And he gets me down...
He gets in so late at night
Always a fuss and fight
Always a fuss and fight
All through the night
I've got to get away from here
This is not a place for me to stay
I've got to take my family
We'll find a quiet place
Hear the pots and pans they fall
Bang against my wall
Bang against my wall
No rest at all
He gets in so late at night
Always a fuss and fight
Always a fuss and fight
All through the night
I've got to get away from here
This is not a place for me to stay
I've got to take my family
We'll find a quiet place