To ypogeio.gr

But The Memories Remain

H Mνήμη Και Τα Τραγούδια

(ή Τα Τραγούδια Και Η Μνήμη)


 

“Κι, ώ αναμνήσεις, που συγκρατείτε κάτι πιο πολύ απ’ αυτό που ζήσαμε”
Μικρά Γυμνάσια Λησμονιάς – Τάσος Λειβαδίτης

 

Τι είναι οι αναμνήσεις; Μα κάτι που συνέβη παλαιότερα. Ένα γεγονός του παρελθόντος, καλό ή κακό, ευχάριστό ή μη, παθιασμένο ή και αδιάφορο, που θυμόμαστε συχνά όσο και σπάνια. Ένα γεγονός που συνηθίζουμε να φέρνουμε στο μυαλό και που σε αυτό βοηθάνε επίσης διάφορα αντικείμενα (συνηθίζουμε να τα λέμε «αναμνηστικά»), λόγια/πράξεις (όταν επρόκειτο για μη ευτυχείς καταλήξεις, τα λέμε απλά «μαλακίες») και, φυσικά, τραγούδια. Τραγούδια “to the point” λες και γράφτηκαν ειδικά για εμάς, τραγούδια «προφητικά», που και πάλι είχαν γραφτεί για εμάς, αλλά εμείς «αγρόν ηγόρασε» και τραγούδια που θα γραφτούν σε λίγα χρόνια και που…don’t worry, θα αποτελέσουν κι αυτά μικρά κι όμορφα ενθύμια.

Να μείνουμε στα τραγούδια; Φυσικά, χωρίς τη μουσική άλλωστε θα ήταν η ζωή μας ένα λάθος. Μουσική και οι διάφοροι όροι που χρησιμοποιούμε στη θεωρία καθώς και στη σημειογραφία της: Πεντάγραμμο, υψίφωνα μέρη, νότες, φθόγγοι, κλειδιά και άλλα πολλά. 

Κλειδιά…Τα κλειδιά, ως γνωστόν, τα χρησιμοποιούμε, εκτός των άλλων, για να ξεκλειδώσουμε κυρίως πόρτες. Μικρές, μεγάλες, κρυμμένες και φανερές. Άλλες που φαίνονται μόνο τη νύχτα και στο σκοτάδι, άλλες που είναι πάντα ορατές, αρκεί βέβαια να τις προσέξεις, και άλλες που εμφανίζονται, κατά την προσφιλή τους συνήθεια, όταν θέλουν αυτές και πάντα χωρίς τη συγκατάθεσή μας. 

Ας δούμε τη μουσική τότε σαν ένα κλειδί, ένα κλειδί που ξεκλειδώνει αυτές τις πόρτες στο μικρό μας μυαλουδάκι. Αναμνήσεις που πετάγονται από το πουθενά, αναμνήσεις που εμφανίζονται με το παραμικρό μπροστά σου και αναμνήσεις που είναι θαμμένες τόσο, μα τόσο βαθιά. Πόρτες που αποφασίζεις ν’ ανοίξεις μόνος ή με παρέα, με το άλλο σου μισό ή έναν φίλο/η. Όπως και να ‘χει, τις ανοίγεις κι επικοινωνείς με το μαγικό…αυτό έχει σημασία.

Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τις αναμνήσεις σε κατηγορίες; Σε μουσικές κατηγορίες αναμνήσεων; Σε κατηγορίες αναμνήσεων μέσω της μουσικής; Σε αναμνήσεις μετά μουσικής; Κάτι τόσο δύσκολο, ή μήπως θα πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίσουμε αν η μουσική δημιουργεί αναμνήσεις ή αν οι αναμνήσεις συνδυάζονται με ένα τραγούδι που ίσως να μην ακούγαμε καν εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή; Η μουσική είναι τόσο, μα τόσο μέσα μας, που κρατάει εικόνες…Μπέρδεμα!

Χωρίς ίχνος επιστημονικών γνώσεων επί του θέματος, θα τολμήσω να φτιάξω τις δικές μου κατηγορίες και τις δικές μου λίστες.



 

Πίσω στο μακρινό 1986 και στην πόλη Menden της Γερμανίας. Στο υπόγειο του κολλητού μου φίλου Marc, μαζί με το καρντασάκι μου τον Hakan και τον Μάριο, (ναι, σαν ανέκδοτο: “ήταν ένας Γερμανός, ένας Τούρκος, ένας Ιταλός κι ένας Έλληνας”), με αληθινά drums κάτω από μια αφίσα των Genesis και με ρακέτες του τένις για κιθάρες, δίναμε φανταστικές συναυλίες με την Heike και την Μαρία να αποτελούν το φανατικό κοινό μας. Ένα από τα τραγούδια που παίζαμε: Το “The Final Countdown”

“The Final Countdown” ένα τραγούδι τόσο, μα τόσο κακό, τόσο αδιάφορο κι επίσης ένα τραγούδι που ούτε καν ανήκει στα μουσικά ροκ γούστα μου. Ένα τραγούδι όμως που γεννά αναμνήσεις. Όσοι έχουν γεννηθεί από το 1978-80 και πριν ξέρουν πολύ καλά τι εννοώ. Από τις πρώτες νότες, ένα πράγμα έρχεται στο μυαλό μας: “Ο τίμιος γίγαντας” και το “103 – 101”. Φυσικά, μιλάω για το Ευρωμπάσκετ του 87 και την κατάκτηση του τροπαίου. 

Είναι μια ανάμνηση (η κατάκτηση) που συνοδεύεται από το συγκεκριμένο τραγούδι, μια ανάμνηση που δεν είναι μόνο προσωπική, αλλά ανήκει και σε κάποια άλλα εκατομμύρια Ελλήνων. Τον θρίαμβο της ομάδας θα τον θυμόμασταν όπως και να ’χει, το ξύπνημα των αναμνήσεων, όμως, στο άκουσμα του εν λόγω κομματιού, ουσιαστικά μας το επέβαλλε ο τότε DJ του ΣΕΦ.  

Ανάμνηση λοιπόν, όχι προσωπική, ανάμνηση που θα υπήρχε ούτως ή αλλιώς και φυσικά η επιβολή του κομματιού. Και το Ρίτα-Ριτάκι να έπαιζε, πάλι το ίδιο αποτέλεσμα θα είχε. Οπότε θα μπορούσα να μιλήσω για «επιβαλλόμενη ανάμνηση»…αν υπάρχει βέβαια κάτι τέτοιο. Τώρα το κομμάτι το θεωρώ τόσο, μα τόσο κακό, που χρόνια μετά θυμήθηκα πως κάποτε δίναμε τη δική μας παράσταση σε εκείνο το υπόγειο του τότε κολλητού μου. Και ειλικρινά, σε στιγμές μεγάλης αφηρημάδας, αν με ρωτήσει κάποιος για το πώς λένε τον τραγουδιστή των Europe, ίσως να απαντήσω: “Μα Αργύρη Καμπούρη φυσικά!”



 

Σταθμός ΗΣΑΠ - Νέο Ηράκλειο, τρέχω να προλάβω τον τελευταίο συρμό. Ένα τελευταίο φιλί και λίγο πριν κάνω μεταβολή να φύγω, αρπάζω την κασέτα από τα χέρια της, μια κασέτα προσφάτως αγορασμένη από το Metropolis. “The Bends” των Radiohead και με το που μπαίνω στο βαγόνι πατάω το play στο walkman.

Όσες φορές κι αν ακούσω τον συγκεκριμένο δίσκο, πάντα αυτή η εικόνα θα μου έρχεται στο μυαλό. Δεν ήταν το συγκεκριμένο φιλί (ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο άλλωστε) ούτε το «100στάρι» που έκανα για να προλάβω το τρένο. Ήταν το γεγονός ότι στα μετά-εφηβικά μου χρόνια και πριν από τα πρώτα λόγια και τους πρώτους όρκους αγάπης, εντελώς εγωιστικά σκεπτόμενος, απόκτησα κάτι δικό της. Κάτι δικό της που το έκανα δικό μου. Να μιλήσω λοιπόν για μια «ανάμνηση κατάκτησης» και μια «εγωιστική ανάμνηση»; Υπάρχει κάτι τέτοιο; Ο δίσκος πάντως με συντρόφευσε σε δύσκολες στιγμές μου, τότε που κάθε ψήγμα εγωισμού είχε χαθεί ή φαινόταν τουλάχιστον χαμένο. Πόσο οξύμωρο…



 

Χειμώνας, εφηβεία, μια επαρχιακή πόλη που ακούει στο όνομα “Αλμυρός Μαγνησίας” κι ένας πιτσιρικάς που μόλις έχει μπει στην εφηβεία και τρέχει να προλάβει να πάει στα Αγγλικά. Στο δρόμο τραγουδάει το “Stairway to Heaven” των Led Zeppelin. Δεν θυμάμαι αν πονούσα εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, αν ήμουν χαρούμενος, λυπημένος ή έστω «κάπως». Πόσο μάλλον δεν θα έπρεπε να ήμουν αγχωμένος που θα αργούσα για πολλοστή φορά να πάω στο μάθημα, με τις όποιες συνέπειες φυσικά. Απλά κοίταξα ψηλά στον ουρανό. Ούτε σούρουπο, ούτε βροχή, ούτε ουρανοί που ανοίγουν και φυσικά ούτε σκηνές αποκάλυψης. Κι όμως, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά και τις ελάχιστες φορές που πλέον θα ακούσω το συγκεκριμένο κομμάτι, η ίδια εικόνα μου έρχεται στο μυαλό: κάποια σύννεφα και η κλασική μουντάδα του χειμώνα μιας επαρχιακής πόλης. 

Όλα είναι ακόμη έτσι μέσα μου. Το riff από την κιθάρα του Jimmy Page στην εισαγωγή του κομματιού μαζί με τα τελευταία λόγια του Robert Plant, στο μυαλό μου φυσικά αφού εγώ τραγουδούσα, και όλα αυτά σε συνδυασμό με μια εικόνα ουρανού, που όμοια της είχα δει εκατοντάδες ή μάλλον χιλιάδες φορές. Υπάρχει χαρακτηρισμός, λίστα ή ονομασία της εν λόγω ανάμνησης; Υποσυνείδητο, μίλα μου επιτέλους…!



 

Υπάρχουν βέβαια και οι «αναμνήσεις άμυνας» ή  οι «αναμνήσεις αυτοάμυνας», αν προτιμάτε. Τραγούδια που σκεφτόμασταν σε κάποια δύσκολη φάση της ζωής μας, τραγούδια που όταν αρνιόμασταν να δεχτούμε την πραγματικότητα, τα λέγαμε ξανά και ξανά από μέσα μας. Τραγούδια που λειτούργησαν σαν ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη ή ένα χάδι στο μάγουλο, όχι απαραίτητα για να πάρουμε θάρρος, απλά για να μην νιώθουμε μόνοι. Αυτές οι μελωδίες, που ευελπιστούσες πως όταν σταματήσεις να τις τραγουδάς και στη συνέχεια ανοίξεις τα μάτια σου, τίποτα να μην έχει αλλάξει. Όλα θα ήταν όπως και πριν, ακριβώς όπως και πριν και το βασικότερο… δεν θα υπήρχε η απώλεια. 

- Δεν ήταν κανένας εκεί. Ήμουν μόνη. Δεν θυμάμαι να φοβήθηκα ή να τρόμαξα… ήμουν όμως δίπλα της και ένιωσα τη γαλήνη της. Άρχισα να τραγουδάω από μέσα μου το “Lady D’ Arbanville” του Cat Stevens, ξανά και ξανά. Μόλις τελείωνα και πάλι από την αρχή, δεν θυμόμουν όλους τους στίχους, δεν με ένοιαζε, δυο-τρεις στροφές και ξανά: "My Lady d'Arbanville, why do you sleep so still? I'll wake you tomorrow…” Όλα ήταν τόσο ήσυχα.

Μια εξομολόγησή της κάποια χρόνια μετά, ήρεμη και χωρίς δάκρυα. Η θύμηση μιας κατάστασης. Το βράδυ που κάποιος χάνει τη σημαντικότερη γυναίκα της ζωής του, τη Μητέρα του, κι ένα τραγούδι που 14 χρόνια από τότε, δεν έχει παίξει ξανά…



“She comes in colours every where, She’s like a rainbow” 

Όχι από τα αγαπημένα μου κομμάτια των Rolling Stones το “She’s a Rainbow”, αλλά ένα κομμάτι με το οποίο μπορώ άνετα να αισθανθώ ακόμη και τώρα, έστω για λίγο ή στιγμιαία, πως είμαι άτρωτος κι ανίκητος. Πως άνετα μπορώ να γράψω εκεί που δεν πιάνει μελάνι, τον περιβόητο Μέρφι και τους νόμους του. 

Τι με οδήγησε σε αυτό; Προσπαθώ να θυμηθώ με λεπτομέρεια. Θυμάμαι μόνο, κάπου εκεί στη φουλ εφηβεία μου, να σηκώνομαι από το κρεβάτι και να το ακούω από το κασετόφωνο (συνήθως κοιμόμουν με αυτό ανοιχτό όλο το βράδυ) ή να το μουρμουρίζω. Μπορεί και να είχα συζητήσει γι’ αυτό το τραγούδι το βράδυ πριν. Θυμάμαι μόνο την εικόνα να σηκώνομαι από το κρεβάτι και να αισθάνομαι πως τίποτα δεν θα πάει στραβά σήμερα. Οκ, μην φανταστείτε τίποτα σκηνικά με ουράνια τόξα να ανατέλλουν μέσα στο σπίτι, τον ήλιο να παίζει παιχνίδια στο ταβάνι και τη μάνα μου, με το λουλουδιαστό της φόρεμα, να κάνει δουλειές χαμογελαστή και να με παινεύει για το πόσο καλό παιδί είμαι. Όχι, ας προσγειωθούμε. Πεταμένες κάλτσες, τασάκι κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι (η ανάδυση μιας «υπέροχης» μυρωδιάς τσιγάρου) παντελόνι αλλού κι ένα χακί τζάκετ που παίζει να μην είχε βγει από πάνω μου κάνα χρόνο, συμπληρώνουν μάλλον αυτό το υπέροχο σκηνικό.

Αρκετά χρόνια μετά κι όποτε το ακούω, η μόνη εικόνα που μου έρχεται στο μυαλό, είναι οι γυμνές πατούσες να πατάνε στα πλακάκια. Μια εικόνα που με πάει κάπου, που με κάνει να αισθάνομαι ασφαλής κι ανίκητος. Που με κάνει να χαμογελάω. Κάθε μα κάθε φορά, οι πατούσες επάνω στο πλακάκι κι ένα παιδικό θα έλεγα τραγουδάκι, για έναν τότε οργισμένο (ή όπως θέλαμε να νομίζουμε) έφηβο. Μία ανάμνηση που την ονομάζω “Fuck the Murphy’s Law”.  Ooh, wah wah la la la



Τα τραγούδια φέρνουν αναμνήσεις και θυμίζουν καταστάσεις ή το αντίθετο;

Φυσικά υπάρχουν και τραγούδια που θυμίζουν έναν μεγάλο έρωτα που κερδίσαμε ή έναν μεγάλο έρωτα που χάσαμε. Ένα τέλειο βράδυ που περάσαμε με φίλους (πάντα όμως θα υπάρξουν κι άλλα βράδια), ένα ταξίδι (θα υπάρξουν κι άλλα), μια κραιπάλη (χαχα…σωστά μαντέψατε!), ξύλο που ίσως παίξαμε, ένα πρόσωπο, μια κουβέντα, πόνο, θυμό, χαρά ή μια σημαντική στιγμή στη ζωή μας. Αυτές οι πόρτες όμως είναι τόσο μα τόσο φανερές μπροστά μας, ανοίγουν τόσο απλά κι εύκολα και πάντα θα ανοίγουν, αρκεί απλά να το θελήσουμε. Τι γίνεται όμως με τις καλά κρυμμένες και το βασικότερο… τι ξεπετάγεται από μέσα; 
 

“They hunt us at night when we are asleep. When the moon is high, they come with the tide. Finding those who hide”

(“We hunt at night when you're asleep. When the moon is high. Come with the tide. Finding those who hide” – No1&2 by Crippled Black Phoenix).


But The Memories Remain: The Full Cassette Album

Side A: 
“Planet Telex” by Radiohead
“Stairway to Heaven” by Led Zeppelin
“Indian Summer” by The Doors 
“Julia Dream” by Pink Floyd
“Fade Into You” by Mazzy Star
“Hallucinations” by Tim Buckley
 

Side B:
“74-75” by The Connells
“Lady D’ Arbanville” by Cat Stevens
“She’s a Rainbow” by The Rolling Stones
“Fake Plastic Trees” by Radiohead
“Shine” by Madrugada
“Στα χαμηλά και στα ψηλά" Δημήτρης Ζερβουδάκης

Special Bonus Track:
“The Final Countdown” by Europe


 

Σχετικα Αρθρα
ypogeio.gr
OPHELIA.D. GOES LIVE!
The Stranglers, The Damned, Supergrass, Loreen, Kylie Minogue, Lacuna Coil, While She Sleeps, Gojira
A Video Article By Ophelia.D.
(27/07/2025)
ypogeio.gr
Αποδομώντας την Αποδόμηση -
Βάζοντας Κάτω όσα Ακούστηκαν
για τον Ozzy Osbourne
(24/07/2025)
ypogeio.gr
Λευτεριά στο Release
και στη Rosalía
(08/02/2023)
ypogeio.gr
47 Τραγούδια,
4 Ώρες Μουσικής
και ένα Νησί που Σφίγγει
(20/12/2021)
Χρησιμοποιούμε cookies μόνο για στατιστικούς λόγους (google analytics). Δεν συλλέγουμε κανένα προσωπικό δεδομένο.
ΕΝΤΑΞΕΙ