Depeche Mode -
Spirits in the Forest:
Documentary Review
Είμαι devotee* κοντά τριάντα χρόνια τώρα, από παιδάκι στο γυμνάσιο. Δεν θυμάμαι πώς, πού, πότε άκουσα για πρώτη φορά στη ζωή μου Depeche Mode, θα πρέπει, όμως, να ήταν αρχικά ως αναφορά από τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερο αδερφό μου και τα ξαδέρφια μου, οπότε και μυήθηκα στη μαγεία του Enjoy The Silence, και σε δεύτερο χρόνο από το μεγαλύτερο αδερφό παιδικού μου φίλου, από τον οποίο άκουσα για πρώτη φορά το 101.
Το 1993 σηματοδοτεί τη ροκ στροφή των Depeche Mode με την κυκλοφορία του Songs of Faith and Devotion και την έλευση του γράφοντος στα sweet sixteen. Αποκάλυψη. Έκτοτε οι Depeche Mode έγιναν αναγωριστικό και συστατικό στοιχείο για αυτόν. Κυριολεκτικά (ρωτάς όποιον με ξέρει «τι χαρακτηρίζει τον Αλέξανδρο;» και σου απαντά «ότι μας πρήζει με τους Depeche και το Twin Peaks» ). Και αρχίζει το κυνήγι του back catalogue. Και οι μουσικές, οι ήχοι, οι στίχοι εξαπλώνονται σαν μανιτάρι ατομικής βόμβας και κυριεύουν το μυαλό και την ψυχή. Καθορίζουν την καθημερινότητα και απογειώνουν τη διάθεση. Δεν έχουν ηχήσει ποτέ ξανά στα αυτιά του εφήβου μας τέτοιες απλές στη σύλληψή τους μα συνάμα μοναδικές μελωδίες και συνθέσεις, δεν έχει υπάρξει άλλοτε τέτοια ταύτιση με τις ιστορίες που αφηγούνται τα τραγούδια τους.
Τα χρόνια περνούν και η νέα φάση της ζωής στην Αγγλία κάνει τα πράγματα λίγο πιο εύκολα ως προς το κυνήγι που λέγαμε, μια και πλέον υπάρχει άπλετη πρόσβαση στο σύνολο της δισκογραφίας των DM και σε πολύ καλύτερες τιμές. Το απωθημένο του live όμως παραμένει, μια και όλες οι συναυλίες της εποχής (Singles tour) γίνονται sold out εν ριπή οφθαλμού. To απωθημένο αυτό, ωστόσο, θα ικανοποιούνταν στις 28/10/2001, με τη δεύτερη – τότε – εμφάνιση των DM στην Αθήνα. Τα νέα της επερχόμενης συναυλίας ήταν το καλύτερο δώρο εκείνο το Μάιο (μαζί με την πληροφόρηση μέσω email από το επίσημο forum ότι έχεις γενέθλια την ίδια μέρα με τον τραγουδιστή της μπάντας που μιλάει μέσα σου όσο καμία άλλη). Αυτό ήταν. Ακολούθησαν άλλες 4 φορές, 2006, 2009 (Βερολίνο), 2013 και 2017, ενώ πλέον και το σύνολο της δισκογραφίας κοσμεί τα ράφια του γράφοντος σε όλα τα formats. Μια ζωή ολόκληρη δηλαδή, κάθε τραγούδι και στιγμή.
Τώρα, μπορεί βέβαια να αναρωτηθείτε γιατί σας τα λέω όλα αυτά (και με ενδεχομένως κάποια δόση αυτοαναφορικότητας, για την οποία σας ζητώ να με συγχωρήσετε – θα καταλάβετε διαβάζοντας). Για τον απλό λόγο ότι στα πλαίσια αυτής της τελευταίας περιοδείας (2017-2018) γυρίστηκε και η ταινία Spirits in the Forest.
Την ταινία, αυτή, παρακολούθησα χτες, όπως και χιλιάδες άλλοι devotees ανά την υφήλιο στη μοναδική της – ταυτόχρονη – σε όλο τον κόσμο προβολή στους κινηματογράφους. Και δεν ήταν απλώς ακόμα μια ταινία για ένα τεράστιο συγκρότημα που άφησε το στίγμα του στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα. Ήταν, πρωτίστως, μια ταινία για τους fans, τους devotees και τον αντίκτυπο και το νόημα και την επίδραση που μπορεί να έχει η μουσική του αγαπημένου σου συγκροτήματος στη ζωή σου, στην καθημερινότητά σου.
Η ταινία παρακολουθεί έξι devotees και μας ξεδιπλώνει το τι σημαίνει για τον καθένα τους η αγάπη τους για τους DM και πώς επέδρασε η μουσική τους στη ζωή τους. Καταγράφοντας συνομιλίες παραμονές του ταξιδιού του καθενός – άλλος από τη Βραζιλία, άλλη από τις ΗΠΑ, άλλος από τη Ρουμανία, άλλη από τη Γαλλία, άλλος από την Κολομβία, άλλη από τη Μογγολία – για το Βερολίνο, για να παρακολουθήσουν στις 25/7/2018 την ακροτελεύτια συναυλία της περιοδείας Global Spirit Tour στο θέατρο Waldbühne, η ιστορία της ζωής του καθενός μας ξεδιπλώνεται σιγά σιγά μέσα σε 90 λεπτά, με ένα τρόπο που πραγματικά συγκλονίζει.
Γιατί είναι συγκλονιστικό το πώς η αγάπη του μουσικόφιλου για τη μουσική μπορεί να καθορίζει την ίδια του την ύπαρξη και το δρόμο που θα επιλέξει στη ζωή του. Το πώς οι στίχοι του αγαπημένου του συγκροτήματος μπορούν να τον κάνουν να βρει το θάρρος να αντιμετωπίσει τον ασφυκτικό κοινωνικό περίγυρο, που τον κάνει ακόμα πιο ασφυκτικό το έντονο θρησκευτικό φίλτρο (θυμηθείτε τους στίχους του Condemnation και του Walking In My Shoes) μέσα από το οποίο περνούν όλες οι πτυχές της ζωής και να ακολουθήσει ανοιχτά αυτό που του λέει η καρδιά του ότι θέλει να είναι. Να καταφέρνει, εν τέλει, να το αποδεχθούν και οι δικοί του άνθρωποι και να τον αγαπούν για αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θα ήθελαν εκείνοι να είναι.
Είναι συγκλονιστικό το πώς η μουσική της μπάντας που αγαπάς μπορεί να σε κάνει να βρεις το κουράγιο να παλέψεις μια αρρώστια, νιώθοντας ότι η μουσική σε μεταφέρει αλλού ακούγοντάς τη και αναλογιζόμενος ότι θα νικήσεις και θα τους δεις ακόμα μια φορά live. Το να υπομένεις το γεγονός ότι μεγαλώνεις ως έφηβος σε ένα ολοκληρωτικό, καταπιεστικό καθεστώς, δίνοντας στο μυαλό και την καρδιά την ευκαιρία να αποδρά και να ταξιδεύουν μέσα από τα τραγούδια σε μέρη ελεύθερα. Το να μαθαίνεις από τα τραγούδια τους μια ξένη γλώσσα, που δεν διδάχθηκες ποτέ. Το να ταξιδεύεις 8.000 χιλιόμετρα για να τους δεις ζωντανά. Το να κρατάει ενωμένο πατέρα με παιδιά που ζουν σε διαφορετικές χώρες.
Είναι, τέλος, συγκλονιστικό να ξυπνάς ένα πρωί από κώμα και να αντιλαμβάνεσαι ότι δε θυμάσαι τίποτα από τη μέχρι τότε ζωή σου. Τίποτε απολύτως. Ούτε γονείς, ούτε αδέρφια, ούτε φίλους, τίποτα. Και το μόνο που σου δημιουργεί ανάμνηση είναι το άκουσμα ενός τραγουδιού, όπου λες «έι, αυτό το ξέρω και μου αρέσει». Και είναι συγκλονιστικό όλα αυτά να ξετυλίγονται μπροστά σου on camera από τους ίδιους αυτούς ανθρώπους και παράλληλα να τους βλέπεις τρισευτυχισμένους στο gig, μέσα από τις υπέροχες λήψεις του Anton Corbijn.
Αυτό είναι που κάνει σπουδαία αυτή την ταινία. Μιλάει για τη δύναμη και την επιδραστικότητα της μουσικής, των DM εν προκειμένω (γιατί δεν ξέρω αν έχουν όλοι οι καλλιτέχνες αυτή τη «δύναμη» εν τέλει), στη ζωή του ακροατή, του αποδέκτη, του ακόλουθου, του «οπαδού», του αφοσιωμένου. Και ναι: οι DM έχουν να βγάλουν δισκάρα από το 2005, όταν και έβγαλαν το Playing the Angel· ναι: οι τελευταίοι τρεις δίσκοι ήταν μέτριοι και οι DM μοιάζουν να έχουν στερέψει δημιουργικά αρκετό καιρό τώρα (Alan γύρνα πίσω ή έστω τηλεφώνα), αν και οφείλω να πω ότι το Delta Machine μου είχε αρέσει αρκετά (όχι όσο οι δίσκοι τους μέχρι και το 2005, αλλά αρκετά).
Παραμένουν, όμως, ακόμα και έτσι, οι Depeche Mode μια τεράστια μπάντα, που στα πρώτα 25 χρόνια της πορείας της κυκλοφόρησε έντεκα (από τους συνολικά δεκατέσσερις μέχρι σήμερα) δίσκους που κυμαίνονταν από πολύ καλοί και εξαιρετικοί έως αριστουργηματικοί και εμβληματικοί. Μια μπάντα που αγγίζει τις καρδιές, τις ψυχές και τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων, ή και εκατομμυρίων ίσως, ανθρώπων ανά τον κόσμο. Αυτό, εν τέλει, πραγματεύεται αυτή η ταινία: την αίσθηση της κοινότητας που δημιουργεί η μουσική, που δημιουργούν οι DM: μπορείς να γίνεις φίλος, αδερφός με τον άλλο, εξ αφορμής του γεγονότος και μόνο ότι σας ενώνει η κοινή αγάπη για τη μουσική τους. Κι αυτό είναι το μεγαλείο της μουσικής, χωρίς την οποία, η ζωή μας θα ήταν βαρετή και δίχως νόημα.
* devotees (αυτο)αποκαλούνται μεταξύ τους οι «οπαδοί» των Depeche Mode, ως αναφορά και στο δίσκο Songs of Faith and Devotion.
If you like this, check also this: Συνέντευξη με τον Άρη Αρκουμάνη, ιδρυτή του DM fan club Hysterika