To ypogeio.gr

Ένα Συλλογικό Longread

για τα 30 Χρόνια του

Nevermind


Yπόγεια Εισαγωγή
 

Ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ των 90s σβήνει σήμερα 30 κεράκια, 6 λιγότερα από αυτά που θα σβήσω εγώ σε 4 μέρες. Για τους εορτασμούς επέλεξα να μιλήσω για μένα και το άλμπουμ αντί για το ίδιο το άλμπουμ. Μουσικά, θα τα γράψουν άλλοι καλύτερα από έμενα στο Υπόγειό μας. 

Ήμουν 6 ετών απ’ ότι φαίνεται, όταν αυτός ο δίσκος άρχισε να γραντζουνιέται στο Marantz πικάπ του σπιτιού μας. Εκείνη την δεκαετία ο αδερφός μου έφερνε κάθε λογής δίσκους στο σπίτι, εγώ δεν έδινα σημασία, αλλά μου άρεσε να κάθομαι μαζί του. «Αναγκαστικά» λοιπόν έπρεπε να είμαι εκεί που ήταν η μουσική, τις περισσότερες φορές παίζοντας Super Mario στο Gameboy μου. Θυμάμαι σαν σήμερα να ακούω το «Παράξενη Πόλη» από τις Τρύπες, μου είχαν χαραχτεί στο μυαλό οι εναρκτήριοι στίχοι - «Γριά πουτάνα που ξυρίζει τα πόδια της»... Ακόμα πιο χαρακτηριστικά θυμάμαι το τσουτσούνι του μικρού που δεσπόζει στο εξώφυλλο αυτού του ιστορικού δίσκου, του "Nevermind". Tότε βέβαια κανείς δε πίστευε ότι αυτό το τσουτσούνι θα μεγαλώσει τόσο που θα ζητάει μια περιουσία, επειδή ακριβώς είναι τσουτσούνι. Επίσης, τότε ο Mike τύπωνε logo σε μπλουζάκια για κάθε μπάντα που του άρεσε, ε! είχε έρθει και μένα η ώρα μου, του μάτωσα τα αυτιά και μια μέρα γύρισε από τα Εξάρχεια κρατώντας μια τσάντα με ένα bulldog απ’έξω. Μέσα έκρυβε μια super small μπλούζα με τυπωμένο το εξώφυλλο του «Nevermind». Κρίμα που όταν είμαστε μικροί μεγαλώνουμε γρήγορα και δε την φόρεσα πολύ - δεν πειράζει ακούω ακόμα το δίσκο, βλέπω το εξώφυλλο και μαζί με όλα τα άλλα σκέφτομαι και τα παραπάνω. 

Αυτή η παράγραφος είναι το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό όταν ακούω οποιαδήποτε κομματάρα από το LP, για αυτό και προτίμησα να γράψω αυτά, παρά να πω πόσο πολύ γαμάει η βρώμικη φωνή του Cobain και πόσες ώρες από την εφηβεία μου πέρασα ακούγοντάς το.

Δημήτρης Νικολίτσης



Μάιος 1991.

Σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στην Καλιφόρνια, τα μέλη της μπάντας των Europe αράζουν με τις κοπέλες τους στην πισίνα. Τους παρατηρούν από ένα μπαλκόνι του ξενοδοχείου τρεις γεμάτοι με την αυθάδεια και τον τσαμπουκά της νιότης νεαροί, κάνουν χαβαλέ και σαρκάζουν το προβλέψιμο και "τακτοποιημένο" ροκ εν ρολ status των Europe. Έχουν και αυτοί μια μπάντα και βρίσκονται εκεί για να ηχογραφήσουν τον δεύτερο δίσκο τους, στα Sound City Studios του Van Nuys. Είναι οι Nirvana και θα ηχογραφήσουν το "Nevermind".

Κι έτσι όπως κάνανε πλάκα με τους Europe και τα κορίτσια τους από το μπαλκόνι τους, έτσι έβγαλαν και τη γλώσσα τους στο κραταιό rock της εποχής, στο περίφημο "glam rock", που φέρει και το επικό 'παρατσούκλι' "hair metal". Διότι οι Nirvana με το Nevermind καταπάτησαν σαν οδοστρωτήρες ό,τι είχε προηγηθεί στο mainstream της rock και άνοιξαν διάπλατους δρόμους για τους μουσικούς που έπαιζαν μουσικές παρόμοιες με τη δική τους. Όρισαν το grunge και -με εφαλτήριο το Seattle- το έκαναν σημαία για εκατομμύρια μουσικόφιλους ανά την υφήλιο. Ήταν ατόφια δισκάρα το "Nevermind" και γι'αυτό συνέβη όλο αυτό, γι'αυτό εξαπλώθηκε έτσι ραγδαία τούτη η ιστορική μουσική λαίλαπα. Κι άλλα ρηξικέλευθα σούπερ άλμπουμ κυκλοφόρησαν εκείνη τη χρονιά και λίγο πριν, όμως το Nevermind είχε κάτι παραπάνω ή και κάτι λιγότερο αν θες - ήταν υπερόχα απλό, ήταν υπέροχα γυαλισμένο, ήταν χειρουργικά προετοιμασμένο για να παρασύρει τα πάντα στο διάβα του. Και ο Cobain δεν ήταν τυχαία περίπτωση, κατείχε το songwriting από ένστικτο και το έχτιζε με περισσή αλήθεια. 

Η δική μου ιστορία με το Nevermind είναι απλή: Ήμουν 15 χρονών, πήγαινα Α'Λυκείου και έβλεπα όσο διάβαζα το Ευρωπαϊκό MTV. Είδα το clip του "Smells Like Teen Spirit" και έμεινα σύξυλος - είπα στη μάνα μου αν οι βαθμοί μου στο πρώτο τρίμηνο είναι καλοί να μου πάρει το δίσκο (μαζί με τα δύο "Use Your Illusion" των Guns 'n' Roses). Έβγαλα 17,2 και το μωρό στην πισίνα πήρε θέση στην εκκολαπτόμενη τότε δισκοθήκη μου. Κι άρχισα τότε να ακούω διαφορετικά μουσική.

Μιχάλης Νικολίτσης

 

 


Με χαρά καλωσορίζουμε τους Υπόγειους φίλους μας σε τούτο το αφιέρωμα για τα 30 χρόνια του Nevermind. Τους ευχαριστούμε θερμά για τα κείμενά τους, τα οποία είναι πέρα για πέρα ενδιαφέροντα και ξεχωριστά. Είναι μεγάλη τιμή για μας να φιλοξενούμε τον Θοδωρή, τον Γιώργο, τον Αντώνη, τον Στέφανο, τον Άλεξ, τον Δημήτρη και τον Παναγιώτη στη σελίδα μας. Σας αφήνουμε στις λέξεις τους - η παρουσίαση γίνεται με αλφαβητική σειρά.

 


Θοδωρής Δημητρίου (Λευκή Συμφωνία)

Οι Nirvana προετοίμαζαν από καιρό το τελικό τους χτύπημα, το οποίο ήρθε με την κυκλοφορία του "Nevermind".

Η μπάντα γνώριζε πολύ καλά τη δύναμη του υλικού που είχε στα χέρια της, από τότε που άρχισε να ηχογραφεί τα demo για το νέο άλμπουμ, το οποίο θα ακολουθούσε τη κυκλοφορία του ντεμπούτου τους "Bleach" στη Sub Pop. Ο ήχος τους ήταν πιο κατασταλαγμένος και δουλεμένος αλλά ακόμα εναλλακτικός, δυναμικός και πρωτότυπος. Το αμάλγαμά τους, από ισορροπημένες μεταξύ τους δόσεις hardcore, punk rock, post punk, hard rock και κλασικού ροκ, εκτοξεύθηκε προς τη κορυφή, υποβοηθούμενο και από την τρομερή παραγωγή του Butch Vig.

Η εκμετάλλευση στο έπακρο των αρετών της πηγαίας ενέργειας και της αυθεντικής δύναμης του ήχου του rock power trio έχει αποτυπωθεί στο Nevermind. Με μία από τις καλύτερες, απόλυτες, σοφά δομημένες ενορχηστρωτικά και ηχητικά εκδοχές του, η οποία έρχεται ταυτόχρονα να υποστηρίξει και να αναδείξει ένα κορυφαίου επιπέδου και ιστορικής σημασίας για την rock μουσική song writing. Η επιτυχία του άλμπουμ έφερε ξανά το rock and roll στο επίκεντρο. Κατάφερε να γκρεμίσει τείχη, αλλά και τα στεγανά ανάμεσα στο mainstream και το underground, να ενώσει τις επιμέρους φυλές του rock, να φέρει μια νέα ολόκληρη γενιά από φανς στο είδος, το οποίο μπόρεσε να απολαύσει μία ολόκληρη σχεδόν δεκαετία κυριαρχίας στη παγκόσμια μουσική σκηνή. Οι Nirvana το κατάφεραν αυτό με το  Nevermind, έχοντας βέβαια και την "υποστήριξη", των υπόλοιπων μεγαθηρίων της εποχής και της σκηνής του Seattle, με τους φοβερούς δίσκους που κυκλοφόρησαν και εκείνοι. Οι Pearl Jam, οι Soundgarden, οι Alice In Chains αλλά και οι πρωτεργάτες όπως οι Melvins, ή οι αφανείς ήρωες, όπως οι Mother Love Bone και οι Screaming Trees. 

Την εποχή που κυκλοφόρησε το Nevermind, τoν Σεπτέμβριο του 1991, ζούσα στο Βερολίνο. Με τον Σπύρο Χαρίση τον ντράμερ του γκρουπ, κατοικούσαμε σε ένα διαμέρισμα στην Potsdamer Straße. Στην τηλεόραση έπαιζε μόνιμα MTV και το "Smells Like Teen Spirit" ήταν συνεχώς εκεί, μαζί με το "Enter Sandman" από το ομώνυμο των Metallica. Ήταν η περίοδος που είχε πρωτοέρθει στο γκρουπ ο νέος κιθαρίστας George Berger και είχαμε αρχίσει τις πρόβες για την ηχογράφηση των νέων τραγουδιών που είχαμε προετοιμάσει εγώ με τον Διογένη Χατζηστεφανίδη. Το Nevermind, μαζί με το Black Album των Metallica, το Check Your Head των Beastie Boys, τo Raise των Swervedriver, το Badmotorfinger των Soundgarden και το Blues for the Red Sun των Kyuss, ήταν τα άλμπουμ που άκουγα συνεχώς εκείνο το διάστημα κατά το οποίο κάναμε τις πρόβες για το υλικό που θα αποτελούσε τον τρίτο ομώνυμο δίσκο μας, τον οποίο ηχογραφήσαμε στο Βερολίνο, τον Ιούλιο του 1992.



Κτίρια τη Νύχτα

Το φθινόπωρο του ’91, η παρέα μου κι εγώ ήμασταν ήδη καλομαθημένοι στο να ακούμε ωραία άλμπουμ που κυκλοφορούσαν το ένα μετά το άλλο. Για την ακρίβεια, δεν νιώθαμε καν έτσι. Αυτή ήταν η καθημερινότητά μας.

Ας πάρουμε για παράδειγμα μόνο τη σημερινή ημερομηνία: Ταυτόχρονα με το Nevermind, κυκλοφόρησε το Badmotorfinger των Soundgarden, το Blood, Sugar, Sex, Magik των Red Hot Chili Peppers και το Trompe Le Monde των Pixies. Μία βδομάδα πριν, είχαν βγει τα δύο διπλά Use your Illusion των Guns n’ Roses, ενώ δέκα μέρες μετά θα κυκλοφορούσε το πρώτο άλμπουμ των Pearl Jam. Και φυσικά, ήδη από τα μέσα του Αυγούστου, όλος ο πλανήτης είχε αρχίσει να ακούει Metallica, οι οποίοι μόλις είχαν βγάλει το Black Album - στη Μόσχα, λίγες βδομάδες μετά, θα έπαιζαν μπροστά σε κοινό 1,6 εκατομμυρίων.

Γενικότερα, δεν υπήρχε είδος που να θέλαμε να ακούσουμε και να μην το βρίσκαμε στα άλμπουμ που κυκλοφορούσαν εκείνο τον καιρό - πολλά εκ των οποίων σήμερα θεωρούνται ορόσημα:

Οι Sonic Youth βγάζανε τα Goo και Dirty, οι Pixies το Bossanova, οι Depeche Mode το Violator, οι Sepultura το Arise, οι Rage Αgainst Τhe Μachine το ντεμπούτο τους, ο Nick Cave τα Good Son και Henry's Dream, οι Public Enemy το Fear of a Black Planet, οι Faith No More το Angel Dust, οι My Bloody Valentine άνοιγαν νέους δρόμους για να κάψεις τα αυτιά σου, οι Cure ερωτεύονταν κάθε Παρασκευή και, φυσικά, οι REM σε απόσταση 19 μηνών κυκλοφόρησαν τα δύο πιο εμπορικά τους άλμπουμ...

Μέσα σε αυτό τον παραγωγικό οργασμό, το Nevermind ήταν άλλο ένα ωραίο άλμπουμ που ακούγαμε, χωρίς να έχουμε πάθει πλάκα, ίσως κι επειδή τα περισσότερα στοιχεία του τα είχαμε συναντήσει ξανά και μάλιστα πολύ πρόσφατα: ήταν τραγούδια γραμμένα στη «λογική» των Pixies (το είχε παραδεχτεί εξάλλου κι ο ίδιος ο Cobain), με τον ήχο του τότε αμερικάνικου alternative rock (βλπ.Mudhoney, Dinosaur Jr, Sonic Youth, Melvins κλπ). Ο Albini τούς είχε χαρακτηρίσει ως μια «μη αξιοσημείωτη εκδοχή του ήχου του Seattle».

Όπως και να ’χε, θυμάμαι ακόμα πόσο μεγάλη εντύπωση μου είχαν κάνει τα patterns του Grohl: ένιωθες ότι δεν γινόταν να υπάρξει κάτι πιο ταιριαστό, πιο έξυπνο και πιο καυλωτικό για τα κομμάτια αυτά. Χωρίς να χρειαστεί ποτέ να μελετήσω τα παιξίματά του ενδελεχώς, έχω την αίσθηση ότι με επηρέασαν βαθιά. Ακαριαία και μάλλον για πάντα. 

Στο Nevermind ήταν σαν να δινόταν μια μάχη μεταξύ των κιθαριστικών στρωμάτων, που ασφυκτιούσαν μέσα σε ένα κάπως ιλουστρασιόν τοπίο, και της παραγωγής, που τα ήθελε όλα πιο συγκρατημένα. Σαν να μην ήταν αυτό το κατάλληλο ηχητικό περιβάλλον για τα συγκεκριμένα κομμάτια. Η πρώιμη εκδοχή του “In Bloom”, τα b-sides και όλο το Incesticide ενίσχυαν αυτή την αίσθηση.

Μετά από χρόνια μάθαμε ότι η μάχη αυτή όντως δινόταν κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων: Αν και ο Cobain φανταζόταν ένα άλμπουμ πιο εύηχο από το Bleach, ήθελε να διατηρήσει τον χαρακτήρα του ήχου τους. Από την άλλη, ο παραγωγός Butch Vig έπρεπε να βρίσκει διάφορα τεχνάσματα είτε για να «παίρνει» από αυτόν περισσότερα takes, είτε για να τον πείθει να ακολουθήσουν μια συγκεκριμένη ηχητική οδό. Οι αρχικές μίξεις δεν ικανοποίησαν την μπάντα, για αυτό και απευθύνθηκαν στο μεγαθήριο Andy Wallace (ο οποίος, έναν χρόνο πριν, είχε υπογράψει την παραγωγή και τη μίξη στο Seasons in the Abyss των Slayer - και ήταν αυτό που έψησε τους Nirvana). Προβλήματα, όμως, υπήρξαν και στο mastering, το οποίο έγινε εν τη απουσία της μπάντας και του mixing engineer.

Οπότε, δεν ήταν καθόλου περίεργο που ο Cobain δήλωνε δυσαρεστημένος από τον ήχο του άλμπουμ («ακουγόμασταν σαν τους Motley Crue») και προφανώς γι' αυτό απευθύνθηκαν στον Steve Albini για το επόμενο.

Πάντως, ακόμα κι αν το Nevermind ήταν ηχητικά μονοδιάστατο και άφηνε μια, έστω μικρή, αίσθηση ανικανοποίητου, δεν γινόταν να το προσπεράσεις:

Δεν περιείχε δύστροπα τραγούδια που σπάγανε τη φόρμα. Αντιθέτως, πατούσαν σε απλές, πολυπαιγμένες δομές.

Οι κιθάρες δεν είχαν τον πλούτο, τις (δυσ)αρμονίες και την «περιπέτεια» των Sonic Youth, αλλά ήταν λιτές, χωρίς ηχητικά αγκάθια που θα απωθούσαν τους περισσότερους (όπως συνέβη αργότερα με το αριστουργηματικό In Utero).

Το ίδιο ίσχυε και με το οπτικό περιτύλιγμα:

Το εξώφυλλο δεν είχε την αρτιστική τελειότητα άλλων που σε προκαλούσαν να τα χαζεύεις με τις ώρες (βλπ. Simon Larbalestier και Vaughan Oliver), αλλά ήταν απέριττο, με ένα πιασάρικο μήνυμα - κι έτσι δεν το ξεχνούσες.

Τα βίντεο κλιπ δεν είχαν την τρέλα και την αμεσότητα αυτών του Goo, που σε κάνανε να θες να ζήσεις κι εσύ έτσι, αλλά δημιουργούσαν καθαρές, χαρακτηριστικές εικόνες. Ακόμα και σήμερα, με το που ακούς το πρώτο ακόρντο του “Smells like...”, αυτόματα βλέπεις ένα αθλητικό Converse να χτυπάει στον ρυθμό.

Ήταν όλα αυτά τα «δεν» που κάνανε το Nevermind τόσο εύπεπτο - την καλύτερη ευκαιρία, δηλαδή, που είχαν οι περισσότεροι για να έρθουν σε επαφή με τους Nirvana. Και να κολλήσουν. Γι’ αυτό και μετά το τραγικό συμβάν του Απρίλη του ’94, όταν άπειρος κόσμος (που μπορεί μέχρι τότε να μην είχε καν ακούσει ή και να σνόμπαρε αυτό το είδος μουσικής) έστρεψε την προσοχή του σε αυτούς, ήταν πολύ πιο εύκολο να ακούσει αυτό το άλμπουμ κι όχι κάποιο άλλο δικό τους. Είναι ο ίδιος λόγος που σήμερα μνημονεύεται πολύ περισσότερο το Unplugged απ’ ό,τι το εξαιρετικό Live and Loud.

Και κάπως έτσι, δημιουργήθηκε η ταύτιση της μπάντας με αυτό το άλμπουμ, με κάποιους (αρκετούς) να έχουν φτάσει να μιλάνε για «εποχή πριν και μετά το Nevermind». Διότι η ποπ κουλτούρα έχει τον μηχανισμό να τα φέρνει όλα στα μέτρα της. Να αφηγείται την ιστορία με τον δικό της τρόπο. Να φτιάχνει μύθους κι ας χάνεται κι ένα μέρος της ουσίας.

Βέβαια, ακόμα και την εποχή που οι Nirvana ήταν ενεργοί, τα παραμορφωτικά φίλτρα και οι παρανοήσεις των τραγουδιών (βλπ.“Rape me”) ήταν ήδη εκεί και γιγαντώνονταν όσο πήγαινε. Και μάλλον -και- εκεί οφειλόταν η συχνά ειρωνική διάθεση της μπάντας απέναντι στα media. Ήταν ο τρόπος τους για να την παλέψουν και να μη φρικάρουν.

Προσωπικά, όταν φέρνω στο νου τον Cobain, σκέφτομαι ένα ευαίσθητο παιδί που μιλούσε στους στίχους του για τη μοναξιά, τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα των ανθρώπινων σχέσεων, τον σεξισμό, την ασφυξία από την ανδρική καφρίλα... Έναν άνθρωπο που ήθελε να μοιραστεί τις σκέψεις του, χωρίς αυτές να αλλοιώνονται και να παρεξηγούνται. Μα όσο το πράγμα ξέφευγε ποσοτικά, αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο.

Θα ήθελα πολύ να ζούσε ακόμα.



Αντώνης Κωνσταντάρας (Strawberry Pills/VICE) 

«Σκουλαρίκι και μπλούζα Nirvana θα φοράω μόνο εγώ σε αυτό το σχολείο», ακούσαμε μια βραχνή φωνή να μας λέει από πίσω, καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες στο μεγάλο διάλειμμα. Γυρίσαμε, με τον φίλο μου τον Γιάννη, για να δούμε τον μεγαλύτερο μάγκα του Γυμνασίου -τον Βασίλη που είχε μείνει κάμποσες φορές-, ο οποίος, φορούσε ένα t-shirt (αγορασμένο από το Μοναστηράκι) με τη φάτσα του Kurt Cobain. Το ίδιο ακριβώς (αγορασμένο από το Μοναστηράκι) φορούσε και ο κολλητός μου. Εγώ, ήμουν ασφαλής κατά τη διάρκεια του «προαυλισμού», αφού φορούσα μια μπλούζα με το εξώφυλλο του Smash των The Offspring -η οποία, μαντέψτε, ήταν αγορασμένη απ΄το Μοναστηράκι. 

Χαρούμενος από την προοπτική του να δω ξύλο, είχα ένα τεράστιο χαμόγελο, που, ίσως να θύμιζε τo κλασικό logo των Nirvana. Αυτό που ξέχασα να σας πω είναι ότι μιλάμε για το σωτήριο έτος 1999, με τον θάνατο του Cobain να είναι ακόμη νωπός στις μνήμες όλων. Ο Γιάννης δεν μάσησε (μιλάμε για ένα γεροδεμένο παιδί που παίζει ήδη να είχε ύψος 1,80 τότε) και τελικά παίχτηκε ένας μέτριος καυγάς/ταβερνόξυλο χωρίς νικητή. Ωστόσο, αυτό το σκηνικό μας έδωσε ένα respect στο σχολείο και τελικά γίναμε φίλοι μεταξύ μας. 

Ως πιτσιρικάς που γαλουχήθηκε με τα Tony Hawks Pro Skater, άκουγα μόνο punk rock, όμως, το γεγονός, ότι έπαιρναν τόσο στα σοβαρά τα t-shirt τους οι συμμαθητές μου, σε συνδυασμό με την αφίσα -από το MTV Unplugged- που είχε ο μεγαλύτερος ξάδερφός μου στο εφηβικό του δωμάτιο, μου κίνησαν την περιέργεια. Το επόμενο σαββατοκύριακο πήγα στο Metropolis (το πραγματικό σχολείο) και ζήτησα ένα album Nirvana. Μου έδωσαν το Nevermind. 

Προφανώς, γνώριζα το Smells Like Teen Spirit (πιάναμε MTV στο σπίτι) και για ένα τεράστιο χρονικό διάστημα έβαζα μόνο αυτό και το Come As You Are στα mixtape που έφτιαχνα. Μέχρι να τελειώσω το λύκειο, όμως, είχα συνειδητοποιήσει ότι αυτή η μπάντα ίσως και να είναι ό,τι πιο σημαντικό έχει συμβεί στη rock μουσική μετά τα ‘70’s. Μια εξέλιξη του punk με τόσα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που αποδείκνυαν το πόσο ψαγμένος ήταν ο Cobain.  

Το Nevermind αποτελεί την κορύφωση της πορείας ενός γκρουπ, το οποίο ήταν σχεδιασμένο για να αυτοκαταστραφεί. Η τελειοποίηση του ήχου τους. Το MTV Unplugged, από την άλλη, θεωρώ ότι λειτούργησε στο μυαλό του Kurt ως το επόμενο βήμα. Ένα rebranding του ήχου των Nirvana και μια προσέγγιση των πιο χαλαρών και pop επιρροών του, η οποία, δυστυχώς, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.  



Στέφανος Μανούσης (Sugar For The Pill)

Σπουδαία μουσική για μένα είναι εκείνη που «αφήνει» τη μνήμη με δυσκολία. Εκείνη που όσα χρόνια και να περάσουν «στέκεται πάντα δίπλα σου», σε «συντροφεύει» στις λύπες, στις χαρές, στην ευτυχία, στην δυστυχία, στον απόλυτο μηδενισμό… Είναι «σύντροφος αέναος», χωρίς «δοσοληψίες» και «σου χρωστάω - μου χρωστάς».

Οι Nirvana αποτελούν ορόσημο για την εφηβεία μου, μία μοναδική βιωματική στιγμή στη διαχρονική σχέση μου με την μουσική και στον τρόπο με τον οποίο την αποκωδικοποιώ και την αισθάνομαι. Είναι η μπάντα που με μύησε στο Rock N Roll, η μπάντα που μου έδωσε τις προσλαμβάνουσες για να λατρέψω τα αμέσως επόμενα χρόνια τους Joy Division, τους Cure, τον Nick Cave και τόσους άλλους. Είναι η «αφετηρία» μου.

Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά την πρώτη φορά που άκουσα το Nevermind και σε ποια «κομβική» περίοδο της ζωής μου συνέβη. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Όπως δεν θα ξεχάσω και την ημέρα που πληροφορήθηκα τον θάνατο του Kurt. Κυριολεκτώ. Δεν υπάρχει καμία συναισθηματική υπερβολή σε αυτό.

Τον Σεπτέμβριο του 1991 ξεκίνησα να πηγαίνω στο Γυμνάσιο. Τον ίδιο μήνα, διεγνώσθη ο πατέρας μου με καρκίνο στον πνεύμονα, και μάλιστα με μία πολύ επιθετική μορφή. Είναι εκείνες οι στιγμές που μπορούν μέσα σε λίγους μήνες να μεταμορφώσουν έναν 12χρονο (που περνάει τη μέρα του παίζοντας όλη μέρα μπάλα και ακούγοντας τέκνο και ποπ μουσική) από ένα  ανέμελο ευτυχισμένο παιδί, σε ένα έφηβο που προσπαθεί να κατανοήσει την πιθανότητα της ανυπαρξίας και το τετελεσμένο της, βουτηγμένος σε μία πολύ καλά καλυμμένη εσωστρέφεια…

Τον Απρίλιο του 1992, σε μία επίσκεψη σε κάτι ξαδέρφια μου, καθώς καθόμουν στην αυλή τους, άκουσα από το διπλανό σπίτι να παίζει ένα κομμάτι που ήταν πολύ διαφορετικό από ο,τιδήποτε είχα ακούσει μέχρι τότε. Δεν μπορείς να εξηγήσεις κάποια πράγματα… Ένιωσα σαν κάποιος να ήξερε πόση ψυχολογική πίεση, πόσο άγχος και πόσο φόβο αισθανόμουν εκείνη την περίοδο και να μου είπε «μάγκα ήρθε η ώρα να ακουστούν όλα αυτά». Το κομμάτι ήταν το "Something Ιn Τhe Way". Και αυτή η ερμηνεία, αυτή η χροιά... Είπα από μέσα μου «τι είναι αυτό, πρέπει να το ακούσω». Αντίκρυσα στο μπαλκόνι έναν 15-16χρονο που «χανόταν» (καπνίζοντας κρυφά) με το τραγούδι και αμέσως τον ρώτησα τι είναι αυτό που ακούει. «Nirvana τους λένε», μου απάντησε… Αυτό ήταν, είχα ήδη βρει το soundtrack της ζωής μου εκείνη την περίοδο. Ο πατέρας μου απεβίωσε 14 μήνες μετά, καλοκαίρι του 1993. To Nevermind είναι για μένα η συναισθηματική εκροή όλης εκείνης της περιόδου. Ο θυμός, η λύπη, τα δάκρυα, τα πάντα. Το In Utero που ακολούθησε το 1993 είναι η συνέχεια του…

Δεν θέλω να αναλύσω τον δίσκο, δεν έχει κανένα νόημα. Έχουν γραφτεί χιλιάδες κείμενα για την επιρροή του στη γενιά μου, για την ιστορικότητά του και τον «αέρα ανανέωσης» που έφερε στο Rock N Roll. Έχουν γραφτεί και «κραξίματα» από τους «το ροκ πέθανε το 75». Δεν είμαι «αντικειμενικός». Ποτέ δεν ήμουν. Και γιατί να είμαι άλλωστε; Είναι ένας 13 ετών έφηβος του 1977 αντικειμενικός με το "Never Mind the Bollocks"; Και για να είμαι ειλικρινής, δεν δίνω δεκάρα. Κανείς δεν θα μας πει πώς νιώσαμε με συγκεκριμένα δισκογραφήματα. Πάνω από όλα η μουσική είναι βιωματική και αυτό δεν «χωράει» σε καμία κριτική. Σε καμία…

Αυτό που ξέρω είναι ότι ήμουν ένας 13χρονος που έπρεπε να αντιμετωπίσει συναισθηματικά τον επικείμενο θάνατο του γονιού του, τα οικονομικά προβλήματα μονογονεϊκής οικογένειας με μητέρα εργάτρια χαμηλόμισθη. Να στηρίξει τον εαυτό του, την αδερφή του, την μητέρα του όπως μπορεί… Έτσι έμαθα. Μεγαλώνεις απότομα, πολύ απότομα. Και το "Something Ιn Τhe Way" θα κλείνει πάντα όλη αυτή την περίοδο. Η φωνή του Kurt είναι πάντα εκεί, να μου θυμίζει ότι η ζωή είναι απλή, ότι το μόνο που έχει σημασία είναι η βιολογική, ψυχική μας υγεία και οι άνθρωποι που αγαπάμε ντυμένοι με μελωδίες και στίχους. Τίποτα άλλο. Όταν η μουσική, μία μπάντα, ένας δίσκος, σε βοηθάει να αποκωδικοποιήσεις καλύτερα το νόημα της ύπαρξης, όταν σε σπρώχνει να μην φοβάσαι να μεθύσεις και να αγκαλιάσεις τον φίλο σου, τον σύντροφο σου, τον αδερφό σου, τότε έχει πετύχει το σκοπό της…


Underneath the bridge
Tarp has sprung a leak
And the animals I've trapped
Have all become my pets
And I'm living off of grass
And the drippings from my ceiling
It's okay to eat fish
Cause they don't have any feelings…



Άλεξ Μπόλπασης (Producer/Sound Engineer - Everysonic)

Πίσω στα μακρινά 90s, που όσο τα ζούσαμε ήταν ok αλλά πλέον φαντάζουν μαγικά, υπήρχε σε κάθε τηλεόραση (εντός λεκανοπεδίου Αττικής τουλάχιστον) η συχνότητα 50. Εκεί συναντούσε κανείς την αναμετάδοση του ευρωπαϊκού version του MTV. 

Ανάμεσα στις διάφορες εκπομπές, ξεχωριστή θέση κατείχε το European Top 20, που έπαιζε κλασικά (πλέον) αλλά και εφήμερα hits και είχε αρχίσει να αποδέχεται τη στροφή του mainstream προς τις κιθάρες. Άλλωστε, μη ξεχνάμε ότι το 1991 βγήκαν, εκτός από το Nevermind, το "Blood Sugar Sex Magik", το "Black Album", το "Bad Motor Finger", το "Loveless", το "Screamadelica", το "Trompe Le Monde", το "Out Of Time", το "Actung Baby", το "Ten" και φυσικά τα "Use Your Illusion I + II".  

Μια μέρα του 92 λοιπόν, που μάλλον ήταν πολύ special, άσχετα αν το κατάλαβα πολλά πολλά χρόνια αργότερα, αυτή η εκπομπή έπαιξε το “Come Αs You Are”, σαν νέα εισαγωγή στα charts, και το “Smells Like teen Spirit”, το οποίο προϋπήρχε και πλέον είχε αρχίσει την κάθοδο. Για μένα, εντελώς τυχαία, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα και φυσικά άκουγα και τα δυο. Μεγαλώνοντας έμαθα επίσης ότι ήταν και η μοναδική φορά που αυτά τα δυο κομμάτια συνυπήρξαν σε αυτή τη λίστα.

Το πρώτο δεν με τράβηξε αρχικά τόσο, αλλά το δεύτερο μου “μίλησε” κατευθείαν από το περιβόητο πλέον drum break της εισαγωγής. Ήταν φρέσκο, ήταν exciting, ήταν aggressive, δεν καταλάβαινα ούτε μισή λέξη από ότι έλεγε αυτός ο ξανθός τύπος (που στο άλλο video όμως είχε τα μαλλιά του βαμμένα κόκκινα), ο drummer τα έσπαγε στην κυριολεξία, ο μπασίστας ήταν κάπως αστεία ψηλόλιγνος και κουνιόταν παράξενα. Επίσης, ο ξανθός κρατούσε μια κιθάρα που δεν είχα ξαναδεί και έμελλε να γίνει η πρώτη μου εμμονή. Mia fender mustang competition lake placid blue. Και αυτό φυσικά, το έμαθα δέκα χρόνια αργότερα.

Πέρασα τους επόμενους μήνες προσπαθώντας να πετύχω το clip και ανταμείφθηκα αρκετές φορές. Όμως, για να βρεθεί επιτέλους το Nevermind στα χέρια μου, έπρεπε να έρθει η καλοκαιρινή κατασκήνωση, που έφερνε παρέες με μεγαλύτερα παιδιά. Άλλωστε ήμουν ακόμα στο δημοτικό και κανένα παιδί στο σχολειό μου δεν είχε ιδέα για το ποιοι είναι οι Nirvana.

Τη πρώτη μέρα της κατασκήνωσης λοιπόν ένας τύπος βγάζει ένα boombox, βάζει μια καφέ διάφανη TDK, πατάει play και μπαίνει τέρμα το “Smells Like teen Spirit”. Τον ρωτάω πού το βρήκε και μου εξηγεί ότι ο μεγαλύτερος αδερφός του έχει το βινύλιο.

Μου κόστισε ένα παγωτό την μέρα για μια εβδομάδα και να παραχωρήσω το μερίδιό μου από την pizza του Σαββάτου, αλλά ο αδερφός του εμφανίστηκε στο επισκεπτήριο με μια κόπια για μένα. Δεν ξαναμπήκε άλλη κασέτα στο walkman μου για μήνες. Δεν μπορούσα καν να ξεχωρίσω τα κομμάτια. Το άκουγα στο repeat. Επίσης δεν είχε τίτλους η κασέτα, οπότε δεν είχα ιδέα πως λέγονται τα tracks, αλλά είχε πολύ μικρή σημασία. Δεν το βαρέθηκα ποτέ.

Μέχρι φυσικά να βγει το "In Utero".



Δημήτρης Μπούρας (Inner Ear)

Έχει μείνει κάτι άλλο άραγε να ειπωθεί για το Nevermind; 30.000.000 πουλημένα αντίτυπα, δισεκατομμύρια streams, ένα αναμφίβολο σφυρηλάτημα μιας παγκοσμιοποιημένης νεανικής κουλτούρας και μια αυτοκτονία μετά, ήρθε η στιγμή να γιορτάσουμε τα 30 χρόνια του. Ο Βραζιλιάνος καθηγητής Moyses Pinto  από το Πανεπιστημίο του Πόρτο Αλέγκρε είπε στο BBC πριν λίγο καιρό σχετικά με την συγκεκριμένη επέτειο, πως για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, χάρη στο Nevermind υπήρξε μια παγκόσμια πολιτιστική ομοιογένεια, με την νεολαία παντού να ακούει την ίδια μουσική και να ακολουθεί το ίδιο στυλ. Δεν έχω να προσθέσω πολλά σε αυτό. Όντας ο ίδιος έφηβος, στις αρχές του γυμνασίου, το Nevermind, για να δικαιώσουμε όλα τα κλισέ, πέρασε σαν οδοστρωτήρας και μου άλλαξε τα πάντα στην ζωή. Μου άλλαξε τον τρόπο ντυσίματος, το μήκος στο μάλλι, την μουσική που άκουγα (με αυτή τη σειρά), μου έμαθε τους Wipers και για όλα αυτά θα του είμαι αιωνίως ευγνώμων. Με συγχωρείτε τώρα, πάω να παραγγείλω το box set για τα 30 χρόνια που μόλις ανακοινώθηκε, για να το βάλω δίπλα στην έκδοση για τα 20 χρόνια και στην πρώτη μου κόπια.



Παναγιώτης Σταθόπουλος (Lung fanzine, Δισκοπάθεια blog)

Όταν τα μέσα των λίγων ξεχύνονται ανεξέλεγκτα ορμητικά προς τα μέσα των πολλών

Οι 13 συνθέσεις του Nevermind σχηματοποιούν την αναχώρηση από το ατομικό και την άφιξη στο συλλογικό για τους Nirvana. Κι ασχέτως αν έχεις στήσει βιωματικές γέφυρες με το πλέον χαρακτηριστικό και συναρπαστικό άλμπουμ τού γκρουπ από το νεφελώδες Σιάτλ, δύσκολα μπορεί να παραβλέψεις πως αναδύεται σαν κραυγή-καθαρτήριο για τη Generation X, αλλά και σαν εκφραστικό αποκούμπι για τις απανταχού χαμένες ψυχές. Είναι το νήμα που ένωσε όχι μόνο τη γενιά του πρωτόλειου alternative rock με την επόμενη, αλλά κι εκείνους που είδαν ανάμεσα στο πανκ και το χαρντ ροκ/μέταλ έναν ορθάνοιχτο δίαυλο επικοινωνίας, κοινωνώντας από τις συνομιλίες εντός του.

Πολύ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, όμως, είναι μια χειμαρρώδης εξομολόγηση που καίει τα  σπαρτά της σοβαροφάνειας και της υποκρισίας, αποτυπώνοντας με ιδιότυπη ευθύτητα και αμεσότητα τη δυσλειτουργικότητα των σχέσεων και τη συναισθηματική αβεβαιότητα στις νευρωτικές αστικές κοινωνίες του 21ου αιώνα, προτού το ιντερνετικό χάος απλωθεί και η παράνοια ενταθεί. Αυτή την όψη του κόσμου οι Cobain, Novoselic και Grohl την απεικονίζουν χωρίς να αραιώνουν το μείγμα της μέχρι τότε τραγουδοποιίας τους. Καταθέτοντας οργανικά ριφ, φωνητικές αρμονίες και, εν τέλει, ολοκληρωμένες συλλήψεις, μας παίρνουν και μας σηκώνουν με την ορμητική αφηγηματικότητά τους ακόμη και 30 χρόνια μετά την πρώτη φορά που βγήκαν (από το και) στο σκοτάδι… 


 

 

 

Σχετικα Αρθρα
ypogeio.gr
OPHELIA.D. GOES LIVE!
The Stranglers, The Damned, Supergrass, Loreen, Kylie Minogue, Lacuna Coil, While She Sleeps, Gojira
A Video Article By Ophelia.D.
(27/07/2025)
ypogeio.gr
Αποδομώντας την Αποδόμηση -
Βάζοντας Κάτω όσα Ακούστηκαν
για τον Ozzy Osbourne
(24/07/2025)
ypogeio.gr
Τρία χρόνια
χωρίς τον Lou Reed
(28/10/2016)
ypogeio.gr
Σκέφτομαι Και Γράφω:
Πώς Πέρασες Το Καλοκαίρι; (Summer's Almost Gone)
(26/08/2015)
Χρησιμοποιούμε cookies μόνο για στατιστικούς λόγους (google analytics). Δεν συλλέγουμε κανένα προσωπικό δεδομένο.
ΕΝΤΑΞΕΙ