Girl in a Band
Kim Gordon
(Faber & Faber, 2015)
Kool thing
«Πώς είναι να είσαι το κορίτσι στη μπάντα;» Η τυπική ερώτηση που ακούει η Kim Gordon από τους δημοσιογράφους. Η απάντηση έρχεται με αυτό το βιβλίο. Ιδιότροπο, σκοτεινό, κοφτερό, ειλικρινές-όπως η μουσική της, η τέχνη της, η ίδια. Λυπάμαι, δεν μπορώ να είμαι αντικειμενική. Τη θαυμάζω απεριόριστα. (Στάθηκε σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον όπως η ίδια ήθελε, δίχως να σηκώνει πολλά πολλά. Αυτό αρκεί.)
Μας ξεκινά από τον επίλογο. Την τελευταία συναυλία των Sonic Youth, όπου σχεδόν δεν ανταλλάσει κουβέντα με τον Thurston Moore (σύζυγο και κιθαρίστα/τραγουδιστή του γκρουπ). Ο γάμος και η μπάντα της έχουν τελειώσει. Παρομοιάζει πολύ πετυχημένα τη σκηνή του φεστιβάλ με την οικογενειακή σκηνή στην κουζίνα - ο ένας αγνοεί τον άλλον κάνοντας τα δικά του, δίχως καμία αίσθηση κοινής ιστορίας πλέον. Δεν έχουν να πουν τίποτε πια. Δεν έχει νιώσει ποτέ ξανά τόσο μόνη. Καθώς συγκρότημα και σχέση είναι άρρηκτα συνδεδεμένα για 30 χρόνια, ο ρυθμός δίνεται εξαρχής. Θα μιλήσει για πράγματα άβολα. Η απόσταση θα είναι μικρή. Η αίσθηση γλυκόπικρη.
Οι Sonic Youth είναι ένα συγκρότημα που ελπίζω δεν χρειάζεται συστάσεις. Ξεκίνησαν από το πειραματικό no wave για να φτάσουν να είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα noise συγκροτήματα της ροκ σκηνής. Και είναι γέννημα της Νέας Υόρκης των αρχών της δεκαετίας του ’80. Μιας Νέας Υόρκης που η Gordon αγαπά πολύ και έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Γράφει «αυτή η πόλη που γνωρίζω δεν υπάρχει πια και είναι πιο ζωντανή στο μυαλό μου από ό,τι όταν βρίσκομαι εκεί» και «όλος αυτός ο ιδεαλισμός του νέου κοριτσιού ανήκει σε κάποια άλλη τώρα». Το βιβλίο σε μεγάλο βαθμό αφορά ακριβώς αυτό-τις προσδοκίες, τα όνειρα και τα επιτεύγματά της που τα ακολουθούν οι απογοητεύσεις και η απομάγευση. Πετυχαίνει πολλά-καριέρα, παιδί, αναγνώριση και χάνει τον άνδρα που αγαπά από μια εξωσυζυγική σχέση, ένα από τα μεγαλύτερα κλισέ.
Η αγάπη της για την τέχνη ξεκινά από πολύ νωρίς και η ενασχόλησή της με αυτήν είναι σχεδόν μοιραία. Η ζωή της έχει ένα δύσκολο ξεκίνημα. Η ευτυχισμένη αστική οικογένειά της κλονίζεται από τη διάγνωση του αδερφού της με σχιζοφρένεια. Είναι ο άνθρωπος που την καθορίζει όσο κανείς. Απέναντι στη δική του εξωστρεφή, θορυβώδη και δεσποτική προσωπικότητα πλάθει τη δική της εσωστρεφή, ντροπαλή, ευαίσθητη και εξωτερικά ατρόμητη. Αποστασιοποιημένη. Η εικόνα της αγέρωχης μπασίστριας που καταλαμβάνει τη σκηνή είναι πολύ χαρακτηριστική. Αυτό που το κοινό θεωρεί κουλ είναι ο δικός της τρόπος άμυνας.
Στα κεφάλαια που ακολουθούν, (μικρές ξυραφιές, μέχρι 4 με 5 σελίδες, παραπέμπουν σε τραγούδια) συνθέτει κομμάτι κομμάτι το κολάζ της ζωής της. Δεν στα δίνει όλα, το αντίθετο, είναι ξεκάθαρο πως έχει επιλέξει προσεκτικά τι θέλει να μοιραστεί μαζί σου.
Προχωρά μέσα από μερικές «μυθικές» εποχές, όπως τα τέλη των 60’s στην Καλιφόρνια όπου μεγαλώνει, τα τέλη των 70’s στη Νέα Υόρκη του No Wave που της δίνει το βήμα για να περάσει από τα εικαστικά στη μουσική (δεν έχει πιάσει μουσικό όργανο ως τα 27 της), τα 90’s με το grunge και την αναγνώριση των Sonic από ένα ευρύτερο κοινό (μια δεκαετία για την οποία αναρωτιέται αν όντως υπήρξε). Αναμενόμενα βλέπουμε πολλά πρόσωπα μέσα από τα μάτια της. Όποιος το διαβάσει, ας μην περιμένει στρογγυλεμένες απόψεις. Η Courtney Love σίγουρα δεν είναι στη λίστα των close friends, ο Billy Corgan είναι ένας κλαψιάρης, και φυσικά ο Thurston δεν γλιτώνει από την έκθεση της ματαιοδοξίας και της υποκρισίας στην προσωπική τους σχέση. Η συμπάθειά της είναι εξίσου ξεκάθαρη. Η Cindy Sherman, η Jenny Holzer, ο Mike Kelley, ο Dan Graham, εκπρόσωποι της σύγχρονης τέχνης ή μέρη σαν το Mudd και το CBGB ζωντανεύουν με ευαισθησία. Το πορτραίτο του Curt Cobain είναι πολύ τρυφερό και αγαπησιάρικο. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν τα προσωπικά ανέκδοτα σχετικά με τα τραγούδια κάθε δίσκου, όπως ο λόγος για τον οποίο έγραψε το Shaking Hell, η επιστολή στην Karen Carpenter και το Tunic, η δημιουργία του πρώτου τους δίσκου. Υπάρχει μια ξεκάθαρη ιδέα, μια προσέγγιση από πίσω που δείχνουν τη συνεισφορά της. Ο βαθμός επιρροής της δεν είναι μόνο η επιλογή του πίνακα του Richter για το εξώφυλλο του Daydream Nation. Ο τρόπος που γράφει είναι κάπως οπτικός-παρακολουθείς πειραματική ταινία με μικρές σεκάνς. Άλλωστε, μετά τη διάλυση του συγκροτήματος επιστρέφει στα εικαστικά με τα οποία και ασχολείται ως σήμερα ως visual artist. Εκεί τη βρίσκει το τέλος του βιβλίου. Στην αρχή. Στην τέχνη. Στον εαυτό της.
(Η καρδιά της όταν το έγραψε ήταν ραγισμένη. Και φαίνεται η οργή, ο πόνος, η ματαίωση. Αυτό μάλλον δεν θεωρείται κουλ. Ή δεν είναι κουλ. Ευτυχώς. Θα ήταν αφόρητα βαρετό. Και η Kim μόνο βαρετή δεν είναι.)
Το βιβλίο Girl in a band της Kim Gordon κυκλοφόρησε Faber & Faber το 2015.



