Ο Πρίγκηπας Παυλάκης
Η 6η Δεκεμβρίου είναι μία 'γεμάτη ημερομηνία', που δύσκολα την ξεχνά και την αψηφά κάποιος που ζει σε αυτή τη μικρή χώρα... 'Γιορτάζει η μισή Ελλάδα', όπως είθισται να λέγεται. Νίκος και Νικολέττα... Το 2008, όμως, κι ενώ η μισή Ελλάδα γιόρταζε, δολοφονήθηκε ο 15χρονος Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος από σφαίρα αστυνομικού στα Εξάρχεια. Ήταν εκεί και αυτός, ο Αλέξανδρος, για να γιορτάσει μαζί με τον φίλο του το Νίκο. Και όλη η 'εθνική' γιορτή έγινε θρήνος κι έπειτα χάος... Υπάρχει όμως και η μακρινή 6η Δεκεμβρίου του 1990, τότε πέθανε ο Παύλος Σιδηρόπουλος, ο "Πρίγκηπας" της ελληνικής ροκ. Ήμουνα 14, δεν είχα πάει σχολείο εκείνο το πρωί και 'άραζα' στης γιαγιάς μου (γιόρταζε κιόλας η κυρία Νίκη) απολαμβάνοντας τα κομφόρ μιας κοπάνας που είχε τη διάγνωση 'έχω δέκατα και πονάει η κοιλιά μου'. Κορομηλά έβλεπε η εορτάζουσα γιαγιά μου, τότε που ακόμα η Ρούλα έβγαινε στην κρατική στο 'Μια Καλημέρα Είναι Αυτή', και σε κάποια φάση μας πληροφόρησε πως "ο Έλληνας μουσικός της ροκ Παύλος Σιδηρόπουλος πέθανε σε ηλικία 42 ετών μάλλον από ναρκωτικά".
Ναρκωτικά. Αυτή η λέξη για ένα 14χρονο στις αρχές της δεκαετίας του 90 ήταν συνώνυμη του φόνου και του στυγερού εκγλήματος. Ο Σιδηρόπουλος ήταν λοιπόν για μένα ένας φονιάς και στυγερός εγκληματίας. Κι εγώ μόλις είχα αρχίσει να τον ακούω. Ξέρεις, αν στο Δημοτικό άκουγες Βασίλη Παπακωνσταντίνου, στο Γυμνάσιο θα...άλλαζες level, ή θα πήγαινες προς τον Νταλάρα και τους Τερμίτες ή προς τον Σιδηρόπουλο και τον Πουλικάκο. Κάπως έτσι γινόταν κι εγώ μόλις είχα πέσει στον Παύλο και στο θείο Νώντα. Ο καινούριος μου ήρωας λοιπόν μόλις είχε πεθάνει και ήταν φονιάς και εγκληματίας, ήταν ναρκομανής και έπαιρνε αυτό το πράγμα που το έλεγαν ηρωίνη, μια λέξη που τότε με τρόμαζε και με διέλυε, ένας γείτονάς μας λέγανε πως την έπαιρνε, τον κουτσομπολεύανε οι κυρίες ψιθυρίζοντας συνομωτικά όταν πήγαινα στο φούρνο να πάρω ψωμί και milko, μια μέρα είχα δει ένα περιπολικό έξω από το σπίτι του και έτρεξα σαν μωρό στο σπίτι μου και έκλαιγα στο κρεβάτι μου... Τον ήξερα τον Τάσο, ερχόταν και παίζαμε μπάλα στο γηπεδάκι, ήταν και φίλος του πατέρα μου... Και ήταν και 'πάρα πολύ καλό παιδί, χρυσό!'. Προφανώς, η λέξη ναρκομανής έχει περάσει από πολλά στάδια στο μυαλό μου από τότε, έχει διυλιστεί και φιλτραριστεί στο 'σκληρό' μου πολλάκις και ποικιλιτρόπως, αλλά παραμένει τελικά στη συνείδησή μου με αυτή ακριβώς την έννοια: Ο ναρκομανής είναι φονιάς και στυγερός εγκληματίας. Του εαυτού του. Σκοτώνει τον εαυτό του και συνήθως είναι "χρυσό παιδί!", το καλύτερο παιδί, σαν τον Τάσο το φίλο του πατέρα μου...
Τέτοιο παιδί ήταν και ο Παύλος, χρυσός και χαρισματικός. Έτσι λένε όλοι και Παυλάκη τον φώναζαν. Ο ίδιος έλεγε 'πρέζες υπάρχουν πολλές, αλλά η ηρωίνη σκοτώνει'. Και είχε δίκιο. Όλοι είμαστε πρεζάκια. Ο καθένας με τον τρόπο του και με το χούι του. Αλλά δεν σκοτωνόμαστε. Ο Παύλος σκοτώθηκε εκείνο το πρωινό της 6ης Δεκεμβρίου. Πρόλαβε τουλάχιστον να αφήσει πίσω του άπειρα λόγια και άπειρες μουσικές, 2-3 δίσκους που άλλαξαν την ιστορία της ελληνικής μουσικής και κατάφερε να ορίσει την έννοια 'ελληνόστιχο ελληνικό ροκ'. Είναι η έμπνευση και ο ίσκιος σχεδόν κάθε ελληνικού συγκροτήματος που φτιάχτηκε από το 90 και μετά (ίσως και πρότερα, ένα πρόχειρο παράδειγμα είναι οι Τρύπες), είναι η βασική πηγή έμπνευσης και εσωτερικής επανάστασης κάθε 'ροκά' εφήβου τα τελευταία 30 χρόνια. Είναι η φωνή της ζωής, παρόλο που πολύ συχνά μιλούσε για θάνατο, τον αληθινό, αλλά και τον μεταφορικό. Όσο για μένα και όσα έζησα με τον Παύλο έπειτα από κείνο το πρωινό της κοπάνας και της Ρούλας, απλά θα παραθέσω κάτι που έγραψα σε ένα χαρτί πέρσι τέτοια μέρα. Αγίου Νικολάου που 'γιορτάζει η μισή Ελλάδα':
"Ιδού ο άνθρωπος που με έκανε άνθρωπο (με το δικό του τρόπο, αν και πεθαμένος από το 1990 κι έπειτα, μού ανέβασε την αυτοπεποίθηση-αυτοεκτίμηση, μού βελτίωσε τις κοινωνικές δεξιότητες, με έκανε εναλλακτικό έφηβο, με ανάγκασε να τολμήσω, με βοήθησε να χωνεύω χυλόπιτες, αλλά απ'την άλλη να μαζεύω "ναι!", μ'έμαθε να ρισκάρω, μ'έμαθε να μην φοβάμαι να μπω στο αναβράζον Πολυτεχνείο και να λέω τη γνώμη μου ξημερώματα, να κατεβαίνω τη Σολωμού 6 το πρωί και να ψάχνω ταξί ατάραχος, να κρατάω απ'το χέρι το φόβο, να διώχνω το φθόνο, να αγαπάω τη βροχή και τις κουβέρτες, να βλέπω παιδικά σαν πατέρας με τα παιδιά μου, να αγαπάω τη ζωή μου χωρίς αναστολές, τύψεις και δολοπλοκίες, αυτά τα βασικά και άλλα πολλά έχει κάνει ο Παύλος για μένα). Έκλεισε η παρένθεση".
Και εν κατακλείδι, το 'Εν Κατακλείδι'.



