Le Guess Who? Festival
2017, Utrecht
9/11/2017 – 13/11/2017
Γράφει ο Ανδρέας Κουλιεράκης
Το Le Guess Who? είναι ένα χειμερινό φεστιβάλ που γίνεται κάθε χρόνο στα μέσα Νοεμβρίου στην μαγευτική πόλη της Ουτρέχτης στην Ολλανδία για 4 μέρες. Το line-up του κάθε χρόνο περιέχει μουσικούς και μπάντες διαφόρων μουσικών ειδών, με κοινό άξονα πάντα τον πειραματισμό και τον ακραίο ήχο. Στη δεύτερη επίσκεψη μου φέτος νιώθω πια έτοιμος να αποτυπώσω την εμπειρία και τα συναισθήματα μου σε λέξεις και να προσπαθήσω να περάσω έστω και κάτι από αυτά σε εσάς.
Day 1:
Για opening το απόγευμα της Πέμπτης παρακολουθήσαμε ένα performance στο καμπαναριό της κεντρικής εκκλησίας της Ουτρέχτης (Domkerk). Ιδιαίτερα εντυπωσιακό καθώς το όργανο ήταν το ίδιο το καμπαναριό με τη μουσική να απλώνεται σε όλη τη πόλη. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε το πρόγραμμα της ημέρας που θα ήταν ιδιαίτερα έντονη.
Keiji Haino & Han Bennink
Δύο πολύ σημαντικές προσωπικότητες της avant-garde σκηνής ο 75άρης drummer Han Bennink προσκάλεσε στη σκηνή τον μυστηριώδη Ιάπωνα κιθαρίστα Keiji Haino. Με ένα έντονο μισάωρο set ήταν καθηλωτικοί. Περιέργες τεχνικές όπως παίξιμο ηλεκτρικής κιθάρας με μπάλα μπάσκετ, drumming στο πάτωμα και μία ακουστική να κρέμεται απο το ταβάνι. Όλα αυτά είναι απλά μια γεύση για το τι είδαμε από τους δύο έμπειρους μουσικούς που και μόνο η συνήπαρξη τους πάνω στη σκηνή ήταν ένα γεγονός που έκανε το live αυτό κάτι που δύσκολα θα ξεχαστεί.
Grouper & Paul Clipson
Προσωπικά περίμενα το performance της εξαιρετικής Liz Harris (Grouper) πως και πως. Προγραμματισμένο να γίνει στη κεντρική εκκλησία (Domkerk) τα συναισθήματα που περίμενα να βιώσω ήταν αρκετά έντονα. Όπως σε όλα της τα performance της τα τελευταία χρόνια έτσι και εδώ συνεργάστηκε με τον κινηματογραφιστή Paul Clipson για τα visuals. Το set της Harris διήρκησε περίπου μία ώρα και ήταν ότι ακριβώς περίμενα. Η μουσικής της Grouper είναι ονειρική, η κιθάρα και η φωνή της είναι πνιγμένη στο reverb τόσο ώστε να μην μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι αυτό που ακούς. Είναι σαν να ακούς ένα ποτάμι από συχνότητες που απλά κυλάνε και σε οδηγούν σε μία ψυχική κατάσταση ηρεμίας και γαλήνης. Όλα αυτά ταιριαγμένα αρμονικά με την εξαιρετική ταινία που είχε ετοιμάσει ο Paul Clipson και έπαιζε πίσω από την Harris.
The Soft Moon
Με αργό ρυθμό και ακόμη αρκετά επηρρεασμένοι από το live της Grouper αρχίσαμε να περπατάμε προς τον χώρο που θα γινόνταν το live των αμερικανών The Soft Moon. Το μουσικό όχημα του κιθαρίστα Luis Vasquez είναι το ακριβώς αντίθετο του προηγούμενου live που είχαμε παρακολουθήσει. Ενεργητικό, ταχύτατο και σχεδόν παρανοϊκό post-punk με μία μπάντα που live μεταμορφώνεται σε κάτι εξωπραγματικό. Για μία ώρα οι Soft Moon ήταν καθηλωτικοί με εκπληκτικό ήχο και τρομερή ενέργεια πάνω στη σκηνή. Με highlight το Wrong που και οι 3 πάνω στη σκηνή χρησιμοποίησαν percussion δημιουργώντας ένα πολύ δυνατό beat. Παρακάτω παραθέτω τη setlist:
Die Life
Circles
Dead Love
Far
Wrong
Into The Depths
Tiny Spiders
Total Decay
Burn
Try
Parallels
Wasting
Black
Encore: Want
Day 2:
Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε με προβολή της ταινίας “La double vie de Véronique” του Krzysztof Kieslowski και στη συνέχεια προβολή ταινιών μικρού μήκους του Paul Clipson (βλ. 1η μέρα). Το πρόγραμμα που επιλέξαμε στη συνέχεια είχε ως άξονα την ambient και ήταν curated από την Grouper.
Roy Montgomery
Το πρώτο live της ημέρας ήταν ο Νεοζηλανδός κιθαρίστας Roy Montgomery. Με μοναδικό εργαλείο του performance του, μια κιθάρα με μερικά πετάλια και την ambient προσέγγιση της μουσικής του,ήταν για 40 περίπου λεπτά καταιγιστικός. Η επαναληπτικότητα και το delay ήταν τα κύρια στοιχεία του live που ειδικά σε σημεία που ξεκίναγε να επαναλαμβάνει φράσεις για μεγάλα χρονικά διαστήματα μπορούσες να χαθείς σε αυτές. Συνολικά ένα πολύ δυνατό live ιδανικό για να ξεκινήσει η μέρα!
Keiji Haino
Για δεύτερη φορά ο Haino ανέβηκε στη σκηνή του Le Guess Who?Αυτή τη φορά συνοδευόμενος από τη κιθάρα του καθώς και με διαφορά noise generators και drum machines. Το σετ κράτησε μια πολύ έντονη και απαιτητική ώρα μέσα στην οποία ο Ιάπωνας θρύλος δημιούργησε ένα industrial ηχοτοπίο με το wall of sound της κιθάρας του καθώς και με τη δύναμη της χαρακτηριστικής φωνής του. Ανά στιγμές η ένταση του ήχου του ήταν τέτοια που είχε ένα τιμωρητικό σχεδόν σαδιστικό χαρακτήρα που σε προσκαλούμε να πάρεις μια γεύση από το κενό και τον μηδενισμό της ψυχής του Ιάπωνα μουσικού.
Peter Brotzmann / Heather Leigh
Το πρώτο σετ του τετραήμερου που η κούραση και η καταπόνηση από τα προηγούμενα live δεν μου επέτρεψε να απολαύσω όπως θα ήθελα. Ο θρυλικός σαξοφωνίστας Peter Brotzmann ήταν όσο θρυλικός περίμενα όμως το μυαλό μου βρίσκονταν ακόμη στο προηγούμενο slot και έτσι κατάφερα να αντέξω γύρω στο 10λεπτό το χημαρώδες παίξιμο του.
William Basinski
Στο ίδιο κλίμα και με ασφυκτικά πολύ κόσμο παρακολούθησα το πρώτο μισό του σετ του Basinski που παρόλο την κούραση μου κατάφερα να απολαύσω τις ambient λούπες του. Σε ένα διαφορετικό context ίσως να μπορούσα να αντέξω παραπάνω όμως αποφασίσαμε σε εκείνο το σημείο να ξεκουραστούμε για το live που περιμέναμε όλη μέρα. Αυτό του θρυλικού GAS.
GAS/ Wolfgang Voigt
Ο θρύλος της ηλεκτρονικής μουσικής Wolfgang Voigt ήταν ένα live που περίμενα πως και πως να παρακολουθήσω. Με ένα μεγάλο διάλειμμα από τον τελευταίο του δίσκο ο Voigt ξαναενεργοποίησε το ambient techno project που ως νεαρός είχε εμπνευστεί παίρνοντας lsd στα δάση της Κολωνίας. Με νέο υλικό αλλά πάντα με την ίδια αισθητική ο Γερμανός παρουσίασε ένα ωριαίο σετ συνοδευόμενο από εντυπωσιακά visuals από δάση, δέντρα και διάφορα φυτά όλα σε εντυπωσιακά καθαρές αποχρώσεις του μπλε. Η μυσταγωγική μουσική του ήταν κάτι ανάμεσα σε πάρτυ συνδυασμένο με την διαύγεια και την καθαρότητα της φύσης. Χορευτικά beat πνιγμένα από ήχους που θύμιζαν νερό που κυλούσε, πουλιά η το θρόισμα των φύλλων. Όταν τελικά το σετ τελείωσε και έφτασε πραγματικά η κάθαρση η αίσθηση μου ήταν η κενότητα. Αισθανόμουν άδειος, σαν κάποιος άνθρωπος που δεν ξέρω άσκησε πάνω μου την ιαματική ικανότητα και πήρε οτιδήποτε μπορεί να με βασάνιζε, και όλα μέσω της μουσικής.
Day 3:
Peter Brotzmann & Han Bennink
Η τρίτη μέρα ξεκίνησε με τον ακορντεονίστα Mario Batkovic που παρακολουθήσαμε ενα κομμάτι του τεχνικά άρτιου σετ του πριν κατευθύνουμε σε άλλο venue για να δούμε τον Peter Brotzmann να παιζει με τον Ολλανδό drummer Han Bennink (βλ. Day 1). Το σετ κράτησε κάτι λιγότερο από 20 λεπτά όμως η ένταση των 2 μουσικών πάνω στη σκηνή ήταν τέτοια που δεν έδωσαν κανένα δικαίωμα για αμφισβήτηση.
The Bug VS Dylan Carlson of Earth
Δυο εντελώς διαφορετικοί μουσικοί βρέθηκαν πάνω στη σκηνή για να παρουσιάσουν τη κοινή τους δουλειά. Από τη μια ο grime/dancehall θρύλος Kevin Martin (aka The Bug) και από την άλλη ο Dylan Carlson κιθαρίστας των πρωτοπόρων της drone-metal Earth. Με το “Concrete Desert” να είναι απότους αγαπημένους μου δίσκους για φέτος ανυπομονούσα να ακούσω ζωντανά και κυρίως δυνατά το project. Και ήταν όντως δυνατά. Επηρεασμένος από την dub κουλτούρα του μπάσου και των soundsystems ο Bug έστελνε στον χώρο μια βροχή από συχνότητες και grime beats σε ακραία ένταση με την συνοδεία του Carlson στην κιθάρα να είναι σε φάσεις ίσως κουραστική άλλα σε άλλες στιγμές απόλυτα εύστοχη στο μονολιθικό τερατούργημα της σύγχρονης αστικής αποξένωσης που ήθελαν να περάσουν. Δυνατό, βαρύ και αξέχαστο live.
Pharoah Sanders
Μπαίνοντας στο venue ο θρυλικός αυτός σαξοφωνίστας είχε ξεκινήσει να παίζει. Στα 77 του ο Sanders έχοντας παίξει με τον John Coltrane αλλά και έχοντας δείξει το ταλέντο και ως leader θεωρείται ένας από τους καλύτερους σαξοφωνίστες που έχουν υπάρξει. Παρακολουθήσαμε ένα ακομπλεξάριστο και βαθιά συγκινητικό σετ όπου κάθε φορά που ο Sanders έπαιζε δάκρυα χαράς ανέβαιναν στα μάτια μου. Δυο στιγμές θα μου μείνουν για πάντα. Η πρώτη είναι όταν έπαιξε το The creator has a master plan που ο Sanders χόρευε και κουνιόταν σαν να είναι 20 χρονών. Η δεύτερη είναι η επιλογή του να παίξει το Naima, σύνθεση του καλού του φίλου Coltrane ως ένας φόρος τιμής μιας μεγάλης προσωπικότητας της τζαζ σε μια άλλη.
Ben Frost
Όμως το καλύτερο live της ημέρας θα έρθει στο κλείσιμο της. Ο Ben Frost ανήκει σε μια κατηγορία μουσικών ηλεκτρονικής μουσικής που τα λόγια δεν μπορούν να τοποθετήσουν αυτό που παίζει σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία. Τα ζωντανά του σετ είναι δύσκολο να περιγραφούν καθώς η ένταση είναι πραγματικά ακραία και η δονήσεις της μουσικής σε βάζουν σε μια κατάσταση trance. Πάλι ο Frost κυκλοφόρησε φέτος ένα δίσκο που είχα λιώσει (“The Center Cannot Hold") όμως τίποτα δεν μπόρεσε να με προετοιμάσει για αυτό που βίωσα. Τα εντυπωσιακά visuals είχε επιμεληθεί ο Marcel Weber (MFO). Εν συντομία ένα διάφανο πανί είχε τοποθετηθεί επί σκηνής με το φως να χτυπάει το πανί και να γεμίζει τον χώρο. Μουσικά ο Frost έπαιξε τον τελευταίο του δίσκο. Συναισθηματικά παγωμένες συχνότητες, ακραία δυνατά μπάσα και έντονες λούπες από τη κιθάρα του συνέθεσαν ένα ηχοτοπίο που αντλείτε πολύ από τον τόπο που ο Frost έχει τη βάση του, την Ισλανδία. Δυστυχώς είναι δύσκολο να εκφράσω περισσότερα με λόγια. Ίσως μια φωτογραφία των ατόμων που έβλεπα δεξιά και αριστερά μου να μπορούσε να πει περισσότερα. Σχεδόν αποχαυνωμένος κινήθηκα στο merch για να αγοράσω τον δίσκο και μετά για ξεκούραση.
Day 4:
Pharmakon
Μετά απο ένα Q&A με τον The Bug και τον Dylan Carlson (βλ. Day 3) και ένα ambient performance της Ολλανδής Sarah Davachi, κατευθυνθήκαμε στο venue που θα έπαιζε η Margaret Chardiet (aka Pharmakon). Η εμφάνιση της στο τελευταίο καλοκαιρινό plissken ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία που όμως δεν άγγιξε ούτε στο 1/10 των συναισθημάτων που έβγαλε αυτή τη φορά. Έχοντας κυκλοφορήσει τον αγαπημένο μου δίσκο για φέτος, το “Contact” η Pharmakon έχει ωριμάσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Πιο πλήρης, πιο έντονη και πιο καταστροφική η Chardiet γέμισε τη σκηνή με τη παρουσία της και πραγματικά δεν άφησε τίποτα όρθιο. Αφοπλιστική, με ειλικρινή θυμό και μίσος κατάφερε να φέρει το κοινό στα όρια του και αντιμέτωπο με τις χειρότερες σκέψεις του. Είτε πάνω στη σκηνή είτε μέσα στο πλήθος το αίσθημα που σου προκαλούσε η ίδια αλλά και η μουσική της ήταν φόβος, ανατριχίλα, αγωνία και πίεση. Συναισθηματικά ίσως το πιο δύσκολο live που έχω παρακολουθήσει στη ζωή μου.
Linton Kwesi Johnson
Ο dub μουσικός και ποιητής παρουσίασε ένα πολύ δυνατό spoken word performance γεμάτο από ιστορίες για την καταπίεση του black community στην Αγγλία, προσωπικά βιώματα και χαμένους φίλους. Εξαιρετικός ομιλητής και πηγαίος έκανε την ώρα να περνά και κανείς στο κοινό να μην θέλει να τελειώσει.
Sun Ra Arkestra
Η θρυλική ορχήστρα του Sun Ra ήταν το τελευταίο act που θα παρακολουθούσαμε μαζί με ένα surprise act για κλείσιμο του φεστιβάλ. Ο 93 χρονών Marshall Allen ήταν ο οργανωτής της Arkestra που έπαιξε μία ώρα εντυπωσιακή cosmic jazz τιμώντας στο έπακρο το legacy του Sun Ra. Η κούραση ήταν πολύ μεγάλη (σε αυτό το σημείο καθόμασταν πάνω) και τα συναισθήματα είχαν στερέψει από τις προηγούμενες μέρες και ένα τετοιο jazz live ήταν ιδανικό για να κλείσει το 4ημερο.
Μια μικρή αστοχία ήταν ίσως το surprise act που ήταν η Princess Nokia που ίσως δεν ταίριαζε με το ύφος της ημέρας που είχαμε παρακολουθήσει.
Επιλογος
Κλείνοντας την ανταπόκρισή μου από το Le Guess Who? 2017, θα ήθελα να προτείνω καταρχάς σε όλους να βρεθούν στη ζωή τους σε ένα φεστιβάλ τέτοιου μεγέθους. Όσο κουραστικό μπορεί να είναι, η εμπειρία είναι τεράστια και σου ανοίγει τα μάτια σε μια φεστιβαλική κουλτούρα που λείπει από την Ελλάδα. Σαν τελευταίο σχόλιο θα ήθελα να πω πως χαίρομαι που αν και βρίσκομαι στο εξωτερικό τα νέα για μια διαφορετική προσέγγιση στα μουσικά και φεστιβαλικά δρώμενα της Αθήνας έχουν φτάσει στα αυτιά μου και εύχομαι του χρόνου να μπορώ να βρίσκομαι σε ένα φεστιβάλ μεγάλου βεληνεκούς στην Αθήνα και όχι στην Ουτρέχτη.



