To ypogeio.gr

Madrugada

@ Tae Kwon Do Arena

7+8 /4/2019



Η αγαπημένη μας φίλη Julia Kalfopoulou και ο... σεσημασμένος Υπόγειος Stergios Kostoulas βρέθηκαν την Κυριακή 7 και τη Δευτέρα 8 Απριλίου αντίστοιχα στην Tae Kwon Do Arena για να απολαύσουν και να γιορτάσουν τη μεγάλη επιστροφή των Νορβηγών Madrugada στα Ελληνικά εδάφη...


* Τις φωτογραφίες που κοσμούν το άρθρο τις πήραμε από την επίσημη σελίδα των Madrugada στο facebook. Τις βρήκαμε "ορφανές" από όνομα φωτογράφου, οπότε δεν μπορέσαμε να αποδώσουμε τα απαραίτητα credits. Εξαίρεση η τελευταία φωτογραφία με την πένα-λάφυρο, η οποία ανήκει στην Ελένη... 

 

Stergios Kostoulas

Πάντα υπάρχει ένας ανεξήγητος, καθώς κι ένας λογικός, λόγος για κάτι.  Πράγματα που δεν ερμηνεύονται με την απλή λογική και πράγματα που στέκουν -μυστηριωδώς μεν, τόσο φανερά δε- μπροστά σου, σαν μία απλή μαθηματική πράξη. 

Πώς είναι άραγε να ονομάζεις το συγκρότημά σου “χαραυγή/νωρίς το πρωί”, κι όμως η μουσική και οι στίχοι σου να είναι σκοτεινοί όπως το τελευταίο ελάχιστο φως πριν τη νύχτα; Να προέρχεσαι από μία τόσο «σκοτεινή» χώρα και για κάποιον ανεξήγητο λόγο -αλλά ταυτόχρονα και λογικό- να σε αγαπάνε τόσο σε μία άλλη που βρίσκεται κάποιες χιλιάδες χιλιόμετρα νοτιότερα και με τον ήλιο πάνω απ’ αυτή να είναι ιδιαίτερα γενναιόδωρος; Να αγγίζεις την ψυχή και το νου, ώστε να συγκαταλέγεσαι στην κορυφή της λίστας με τους αγαπημένους καλλιτέχνες, ενός κοινού που έλκεται από τους εναλλακτικούς ροκ ήχους και τους μελαγχολικούς στίχους; Ένα συγκρότημα, που στην Ελλάδα τουλάχιστον, ενώνει και ταυτόχρονα συγκαταλέγεται στα μουσικά γούστα ανθρώπων που ακούνε μουσική απ’ όλο το φάσμα της εναλλακτικής ροκ σκηνής και άλλων ειδών όπως Metal, Blues, Trip Hop, Hip Hop κτλ.

Ερωτήσεις εύλογες, ερωτήσεις στις οποίες θέλησαν οι ίδιοι οι Madrugada να πάρουν απαντήσεις, παρά μάλλον να δώσουν. Απαντήσεις που έψαχναν κάθε φορά που έρχονταν να παίξουν στη χώρα μας (μέχρι και πριν τη διάλυσή τους το 2008 με το θάνατο του Robert Buras). Το κυνήγι απαντήσεων συνεχίστηκε, αρκετά τίμια θα έλεγα, από τον Sivert Hoyem, τη solo καριέρα του και τις επίσης πολλές επισκέψεις του. 

Κληθήκαμε λοιπόν να απαντήσουμε για άλλη μία φορά. Να απαντήσουμε 20 χρόνια μετά την κυκλοφορία του Industrial Silence (1999), 12 χρόνια μετά το θάνατο του κιθαρίστα τους Robert Buras (12 Ιουλίου 2007) και 11 χρόνια μετά την τελευταία τους συναυλία στην Ελλάδα (24+25 Μαίου 2008, Gagarin). Η μπάντα; Η επανασύνδεσή της, μας γέμισε ενθουσιασμό όπως και τους ίδιους. Ήρθαν και πάλι για τις δικές τους απαντήσεις. Ήρθαν με δύο κιθάρες, με δύο ντράμερ (percussion ο ένας) και με τον Hoyem ιδιαίτερα ορεξάτο. Δε μου κάνει εντύπωση… Όμορφο να βλέπεις ένα Tae Kwon Do ασφυκτικά γεμάτο. Ήρθαν με εμάς έτοιμους και απόλυτα σίγουρους ότι θα  ζήσουμε κάτι μαγικό. Ήρθαν, κι εμείς σαν να γνωρίζαμε από πριν το τι θα ακολουθούσε. Ήρθαν για να παίξουν ολόκληρο το Industrial Silence. Υπήρχε αυτό το κάτι στην ατμόσφαιρα…

Opening Act ο Luke Elliot. Καλή ερμηνεία χωρίς ξεσπάσματα, κάποιες μικρές υπερβολές και με μία ιδιαίτερα δυνατή στιγμή στο 4o κομμάτι του (το “Trouble”). Μέτρια ανταπόκριση από το κοινό και αρκετές μελλοντικές υποσχέσεις. Ίσως δεν τον βοηθήσαμε, δεν ξέρω… Πάντως εμένα προσωπικά, δυστυχώς, δεν με έβαλε στο κλίμα (με εξαίρεση το αναφερόμενο κομμάτι). Συνήθως ρε γαμώτο σε τέτοιου είδους live, ανυπομονείς τόσο πολύ να βγει ο αγαπημένος σου καλλιτέχνης στη σκηνή, που άθελά σου αδικείς τις support μπάντες. Υπόσχομαι να μη το ξανακάνω.





“Δεν ξέραμε πως θα αντιμετωπίζατε την επανασύνδεσή μας, είναι όμορφα…”

Έτοιμοι για το παιχνίδι των απαντήσεων. Κάθε κομμάτι, σκόρπιες λέξεις, εικόνες και σκέψεις. 

Ξεκινάνε. Ξεκινάνε με το “Vocal” και ξετυλίγουν  αυτή τη μαγική κλωστή που μας δένει χρόνια μαζί τους. Ωραία η σκέψη αυτή… μια κλωστή που μας δένει με πράγματα που αγαπάμε και που μας τραβάει κοντά τους, όταν πάμε να τα χάσουμε. “Belladonna” και κάποιες ατέλειωτες νύχτες, ίσως και ακραίες, ίσως και ήσυχες, σίγουρα όμως κάποιες νύχτες κραιπάλης. Το “Higher” έρχεται να συμπληρώσει αυτές τις σκέψεις, προσθέτοντας τις λέξεις «αλητεία» κι «εγωισμό», πριν απλώς σβήσει κάποια σημεία η λέξη «στερεότυπα». Η συνέχεια ανήκει στα ταξίδια, ταξίδια νοερά και πραγματικά. Ταξίδια πραγματικά σε θάλασσες και ταξίδια νοερά μέσω της μουσικής. “Sirens” λοιπόν, ταξίδια και κοντράστ συναισθημάτων. Έρχεται το “Shine” και ταυτόχρονα λέξεις όπως παραμύθια, ταινίες ποίηση κι έρωτας.

Η ώρα των αναμνήσεων και της νοσταλγίας. Η ώρα του “This Old House”. Από τα αγαπημένα του κοινού. “Strange Colour Blue” όπως λέμε οδοιπορικό, περιπλάνηση, «χάσιμο» κι ανακούφιση όταν με το πρώτο φως της ημέρας, βρίσκεις επιτέλους τον γαμημένο το δρόμο. “Salt”…η πτώση, οι στιγμές που τρως τα μούτρα σου, που πας από τον παράδεισο στην κόλαση και φυσικά ο τρόπος που θα επιλέξεις να σηκωθείς. ”Norwegian Hammerworks Corps” στη συνέχεια και σκέψεις για κάποιες ωραίες βραδιές, κάποια live, κάποια «δικά μας» μαγαζιά ή σπίτια με φίλους και παρέα. Κάποιες βραδιές που χορεύεις στο ρυθμό κάποιου κομματιού, ενός κομματιού που θα μπορούσε να είναι και αυτό. Ο κιθαρίστας είναι πραγματικά καλός!

Απάτες, ψέματα και «χαμένοι στη μετάφραση». Οι ζωές κάποιων ή αλλιώς “Beautyproof”. Ρομαντισμός και ανιδιοτέλεια, λαχτάρα και ”Quite Emotional”. “Εδώ δεν πιάνουν οι προσευχές για εμένα, ίσως για τους άλλους. Παίρνω την κατάσταση στα χέρια μου”. Τι λέγαμε; Α ναι, μιλούσαμε για το ”Terraplane”. Τέλος, οι πρώτες νότες του “Electric” και η λέξη συναίσθημα και προσμονή. 

Η βραδιά κυλάει μαγικά και υπάρχει αυτός ο ηλεκτρισμός σ’ ολόκληρο το Φάληρο. Βοηθάει ο καιρός, βοηθάει ο ήχος, μα πάνω απ’ όλα βοηθάει ένας υπέροχος Sivert Hoyem και μία απίστευτα δυνατή και ορεξάτη μπάντα. Μόλις έπαιξαν όλα τα κομμάτια από το “Industrial Silence” και αποσύρονται. Το encore φυσικά αναμενόμενο. Encore έγραψα; Πόσο λάθος νομίζαμε όλοι. Όποιος δεν είχε μελετήσει από πριν το setlist άλλων συναυλιών ή δεν είχε διαβάσει σχετικά, θα είχε την τύχη της έκπληξης στο να απολαύσει άλλα οκτώ κομμάτια διαλεγμένα από τα album “The Nightly Disease”, “Madrugada” και “The Deep End”. Οπότε δεν μιλάμε απλά για ένα encore, αλλά για ένα δεύτερο μέρος της συναυλίας, ένα Part II αν προτιμάτε, με τραγούδια από τα τρία επόμενα album τους.

“Black Mambo” φωνάζει κάποιος από το πλήθος. Ίσως να είχε κάνει το σκονάκι του από πριν…who cares. “Don't let them catch you out here on the streets because you've got no soul…” και ο ψηλός  Νορβηγός «βολτάρει» κάπου εκεί στην πρώτη σειρά θεατών. You lucky bastards!  Ένα περήφανο κομμάτι στη συνέχεια από ένα δύσκολο album και “Hands Up – I Love You”. Στο “Only When You’re Gone” έτρεμε όλο το κλειστό από την υπέροχα μπάσα φωνή του Hoyem και στο “Honey Bee” μάλλον και οι ίδιοι θα κατάλαβαν, το ποιο κομμάτι τους είναι ένα από τα αγαπημένα του ελληνικού κοινού.  Οι σκέψεις για αυτή τη μαγεία που ζούμε, συνοδεύονται αρμονικά από το “What’s on Your Mind” και με το “Majesty” μου έρχεται αυτόματα μία δήλωση του…(ίσως και του Hoyem, ειλικρινά δε θυμάμαι) που λέει στο περίπου ότι: “Μάλλον στους Έλληνες αρέσουν τρελά τα τραγούδια για ραγισμένες καρδιές”.

Για το “Kids Are on High Street” θα ήθελα να μπορούσα να γράψω σελίδες ολόκληρες, να μιλάω γι’ αυτό συνέχεια και ήδη το έχω επαναφέρει στα playlist μου για να το ακούσω ξανά και ξανά. Το κομμάτι απογειώθηκε…οι κιθάρες σχεδόν θυμωμένες, το μπάσο να γκρεμίζει, να ντραμς να πυροβολούν και ο Hoyem να φαντάζει εξωγήινος. Λυπήθηκα το stand του μικροφώνου από το πάθος του. Πλησιάζει στην πρώτη σειρά, αφήνεται, ξαπλώνει και ο κόσμος τον μεταφέρει κάποια μέτρα στην αρένα. Τη στιγμή που μπαίνει το solo της κιθάρας, ουρανός γεμίζει χιλιάδες χρυσά κομφετί. Ο Hoyem ακόμη εκεί, ακόμη στα χέρια ολόκληρης της αρένας, ολόκληρου του κλειστού κι όπως μάλλον θα αισθανόταν ο ίδιος, στα χέρια ολόκληρης της πόλης. Μαγεία, συναίσθημα και συγκίνηση.  Μία συναυλιακή εικόνα που δύσκολα θα ξεθωριάσει ποτέ. Μία μαγική μουσική εμπειρία.


"Some heroes are we, to pass outside these gates. We know well to adjust, adjust to what it takes…”

Αν ακόμη ψάχνουμε για μία απάντηση στις αρχικές ερωτήσεις μας, αρκεί να βάλουμε όλες τις λέξεις και τις σκέψεις που αναφέραμε σε μια σειρά, τυχαία ή μη και να φτιάξουμε τις δικές μας προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές θα μας πουν την αλήθεια και μόνο την αλήθεια για τους Madrugada, της λατρείας μας για αυτούς κι από πού αυτή πηγάζει. Όλοι μας κάποτε ζήσαμε κάποιες από τις ιστορίες τους. Ζούμε και θα ζήσουμε. Και δε μιλάμε για τις ζωές των άλλων, αλλά για τις δικές μας ζωές.

Επίσης η ίδια η μπάντα, δε νομίζω να απορεί πλέον που από τη γέννησή της τυγχάνει τεράστιας αποδοχής και απήχησης από το ελληνικό κοινό. Είμαστε άλλωστε το καλύτερο και πιο αγαπημένο τους κοινό.

- Πως γίνεται σε κάποιους να μην αρέσουν οι Madrugada;
- Τους Madrugada ή τους μισείς ή τους αγαπάς. Δεν υπάρχει ενδιάμεσο.
- Πόσο τυχεροί που εμείς τους αγαπάμε!



Julia Kalfopoulou


Madrugada, Athens 07/04/19.

Στα εφηβικά μου χρόνια, αν με ρωτούσες ποια είναι η αγαπημένη μου μπάντα, είχα πάντα για απάντηση την ιερή τριάδα Radiohead, dEUS, Madrugada – με λίγες τύψεις που οι Smashing Pumpkins έρχονταν τέταρτοι. Οι Madrugada ήρθαν με ένα εκρηκτικό πρώτο άλμπουμ που δεν μπορούσα παρά να το ερωτευτώ. Ακόμα θυμάμαι την ανυπομονησία που ένιωθα πηγαίνοντας στο Club 22 για να τους δω για πρώτη φορά, πριν από δεκαοχτώ χρόνια. Μετά το φροντιστήριο, με τις τσάντες γεμάτες βιβλία και σημειώσεις, παρουσίαζαν το τότε καινούριο «The nightly disease». Και όταν πια η συναυλία ξεκίνησε, ο ενθουσιασμός και η έκσταση περίσσευε. 

Μεγαλωμένη σε μία συνοικία που βασιλεύει το μπουζούκι και το κλαρίνο, δεν περίμενα πως αυτή η άσημη μπάντα που ακούγαμε εμείς οι «λίγοι» θα ερχόταν δέκα χρόνια μετά τη διάλυσή της για να γεμίσει δύο φορές το Tae Kwon Do. Άξιοι για αυτό το αποτέλεσμα, ένιωσα δικαιωμένη που τελικά το ελληνικό κοινό αναγνώρισε αυτή την μεγάλη μπάντα. 

Η συναυλία δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει συγκίνηση, σε εμένα σίγουρα, αλλά μάλλον και σε πολύ κόσμο εκεί μέσα. Δεν ξέρω γιατί οι Madrugada επέλεξαν να παρουσιάσουν ολόκληρο το “Industrial Silence” και να δώσουν λιγότερη βαρύτητα στα υπόλοιπα albums, αλλά εάν για την μπάντα ο πρώτος δίσκος έχει συναισθηματική αξία, άλλο τόσο έχει και για το κοινό που τους γνώρισε μέσα από αυτό. Είναι σίγουρα ο δίσκος που αγαπήθηκε περισσότερο. Προσωπικά, ακούγοντας τα τραγούδια, ελάχιστα έβλεπα μπροστα μου τη σκηνή. Οι εικόνες από τα σχολικά και τα φοιτητικά μου χρόνια διαδέχονταν η μία την άλλη στο μυαλό μου, γιατί όλες είχαν για soundtrack το “Industrial Silence” και το “Nightly Disease”.

Η πολυπόθητη συναυλία ξεκίνησε δυναμικά με το “Vocal”. Για κάποιο λόγο το περίμενα! Όταν ξεκίνησε δεν πίστευα στα αφτιά μου. Ξανάκουγα την αγαπημένη μου μπάντα! Και, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν καλύτεροι και από studio. Ο ήχος πολύ καλός (όσο το σηκώνει και η ακουστική του χώρου βέβαια). Το πρώτο μέρος της συναυλίας πέρασε με ολόκληρο το “Industrial Silence” σε τυχαία σειρά. Φυσικά, λίγα ήταν τα κομμάτια που ξεσήκωσαν τον κόσμο να χορέψει, όπως το “Higher” και το “Norwegian Hammerworks Corp.”, όμως ήταν αναμενόμενο με τη δισκογραφία τους. 

Ο Sivert αποκάλυψε στο κοινό πως ήταν το “Electric” το πρώτο τραγούδι που μπήκε στο “Industrial Silence” και καθιέρωσε τον ήχο και το ύφος της μπάντας, κι έπειτα ακολούθησε και η εκπληκτική εκτέλεση του κομματιού με πολύ συνάισθημα από τους ίδιους, η οποία έκλεισε και το πρώτο μέρος  της συναυλίας. 

Έπειτα από ένα μικρό διαλειμματάκι, η μπάντα επανήθλθε στη σκηνή για να μας χαρίσει μία μια μικρή συλλογή από τους υπόλοιπους δίσκους της. Η ατμόσφαιρα είχε ζεσταθεί και ηλεκτριστεί πια τόσο πολύ. Δεν έβλεπα την ώρα να ακούσω τι θα ακολουθήσει. “Black Mambo”, “Only when you’re gone”, “Honey Bee”. Τα πιο πολυτραγουδισμένα, ίσως, κομμάτια της βραδιάς ήταν το “Honey Bee”, το “What’s on your mind” και το “Majesty”. Το “Majesty” ξεκίνησε μόνο με μία κιθάρα και του ήταν υπεραρκετό για να βγει όλος ο λύρισμός του. Όλος ο κόσμος ήταν παραδομένος, ήταν κάτι σαν προσευχή... Και τελείωσε με ένα όμορφο, πολύ λιτό guitar solo, όχι κάτι πολύπλοκο, ευτυχώς όχι πολύπλοκο, γιατί οι Madrugada δεν παίζουν μουσική για να επιδείξουν τα τεχνικά τους κατορθώματα, αλλά την ικανότητά τους να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα και συναισθήματα μέσα από την απλότητα. 

Το “The Kids are on the High Street” μας το φύλαγαν για το τέλος. Ήταν μία μοναδική κορύφωση σε μία τόσο συναισθηματική συναυλία, ήταν η υπογραφή και η σφραγίδα της μπάντας για το τέλος. Ο κόσμος ήταν εκστασιασμένος, ο Sivert επίσης, τόσο που κατέβηκε από τη σκηνή για να τραγουδήσει μαζί με το κοινό. Σε ένα κλίμα χαράς και γιορτής, με μία διάθεση «επιτέλους ξανασμίγουμε!», το τραγούδι στολίστηκε με φώτα και χρυσό χαρτοπόλεμο. Και από αυτό το κλίμα ενθουσιασμού, η μπάντα επέλεξε να μας αποχaιρετήσει με το “Valley of deception”. Είχε μία γλυκιά μελαγχολία και νοσταλγία για μία όμορφη συναυλία που, δυστυχώς, έφτασε στο τέλος της, μολονότι όλοι μας θέλαμε κι άλλο. Κάτι σαν “goodbye”.

Το κοινό δεν είχε παρά να καταχειροκροτήσει τους Madrugada για κάμποση ώρα. Η συναυλία τους είναι εμπειρία. Η φωνή του Sivert είναι εμπειρία από μόνη της. Δώσαμε όσο περισσότερο applause μπορούσαμε, τους  το φυλάγαμε άλλωστε δέκα χρόνια. Φύγαμε από τη συναυλία πλήρεις.  Όμως έπρεπε να είχα πάρει εισιτήριο και για την επόμενη μέρα...


Υ.Γ.: Οι Madrugada συνήθιζαν, στο τέλος κάθε συναυλίας, να στέκονται στη σειρά αγκαλιασμένοι απέναντί μας, σα να χορεύουν συρτάκι, και να μας δίνουν μία μεγάλη ευχαριστήρια υπόκλιση. Εκείνη τη βραδιά αυτό δεν έγινε. Όταν φεύγει ένα αγαπημένο μέλος μίας μπάντας, το κενό δεν αναπληρώνεται ποτέ. R.I.P Robert Burås


 


 

 

 

Σχετικα Αρθρα
ypogeio.gr
Beth Gibbons / Bill Ryder-Jones
@ Θέατρο Λυκαβηττού
20/7/2025
(21/07/2025)
ypogeio.gr
Release Athens 2025 | Day 6
London Grammar, Aurora, Klangphonics
@ Πλατεία Νερού, 11/07/2025
(12/07/2025)
ypogeio.gr
The Liminanas
@Temple
11/4/2019
(12/04/2019)
ypogeio.gr
Rockwave Festival Day 3
Flogging Molly
2/7/2017
(18/07/2017)
Χρησιμοποιούμε cookies μόνο για στατιστικούς λόγους (google analytics). Δεν συλλέγουμε κανένα προσωπικό δεδομένο.
ΕΝΤΑΞΕΙ