Album Stories (56)
The Human Menagerie
Cockney Rebel
Κάποτε υπήρχε η πολιομυελίτιδα. Μία ιογενής μεταδιδόμενη από άνθρωπο σε άνθρωπο λοίμωξη που -σε δεδομένες συνθήκες- μπορούσε να αφήσει κάποιους από τους προσβληθέντες παράλυτους εφ'όρου ζωής.
Ο Steve Harley (Stephen Malcolm Ronald Nice) διαγνώστηκε με τον ιό σε ηλικία 2 ετών, το Καλοκαίρι του 1953. Μπαινόβγαινε στα νοσοκομεία ασταμάτητα μέχρι τα 16 του, νοσηλεύτηκε συνολικά 4 χρόνια. Έκανε δύο σοβαρά χειρουργεία, το 1963 και το 1966. Το 66, κατάκοιτος σε ένα κρεβάτι του Queen Mary’s Hospital, προσπαθεί να συνέλθει και σταθεί στα πόδια του - μεταφορικά και κυριολεκτικά. Ο καθηγητής του στη Λογοτεχνία και στην Αγγλική γλώσσα, ο κύριος Tony Harding, του έστελνε έργα και ποιήματα του T.S. Eliot και του D.H. Lawrence, του John Steinbeck, της Virginia Woolf και του Ernest Hemingway. Οι Beatles κυκλοφορούν το "Revolver" και ο Dylan το "Blonde On Blonde". Ο έφηβος Steve, με την κιθάρα του στο προσκέφαλο της κλίνης, πριν κλείσουν τα φώτα ρουφάει μουσικές και λέξεις και όταν πέφτει το σκοτάδι πλέκει τα όνειρά του και χτίζει κόσμους, κόσμους που θέλει να περπατήσει, ευθυτενής και δυνατός να βαδίσει πάνω τους και να ξορκίσει την αρρώστια.
Μία Χριστουγεννιάτικη μέρα του 1963, στα πλαίσια της φιλανθρωπικής τους δράσης, επισκέφτηκαν το νοσοκομείο οι Rolling Stones. Ο Harley θυμάται: "βγήκαν από ένα μπλε Bedford βαν. Ηρθαν στα δωμάτια σαν σίφουνες. Ο Charlie Watts ήρθε πάνω από το κρεβάτι μου και με ρώτησε πώς νιώθω και πότε θα περάσει όλο αυτό. Τα είπα και στον Jagger και στον Richards, αλλά αυτοί οι δύο φαινόταν να μην είχαν ιδέα για τι πράγμα μιλούσα. Ανοίξαμε με την μπάντα τους Stones χρόνια μετά, σε κάτι συναυλίες στη Βαρσοβία και στο Πήτσμπουργκ. Τους θύμισα την ιστορία, αλλά ήταν σαν να τους μιλάω Κινέζικα."
Ο Steve Harley θέλει να γίνει δημοσιογράφος. Είναι πια υγιής και τα καταφέρνει. Στα τέλη 60's - αρχές 70's ασκεί το επάγγελμα, δουλεύοντας για τις Essex County Standard, Braintree and Witham Times, Maldon and Burnham Standard, Colchester Evening Gazette, και την East London Advertiser. Παράλληλα, από το 68-69, παίζει μουσικές στο δρόμο με τον φίλο του John Crocker και σύντομα εγκαταλείπει τη δημοσιογραφία για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη μουσική, έστω κι αν αυτή η επιλογή του τον αφήνει σχεδόν άστεγο και εντελώς άφραγκο.
Η μπάντα του, οι Cockney Rebel, δημιουργούνται επίσημα το 1972. Αποτελείται -προφανώς- από τον ίδιο (φωνή) και από τον Crocker (ηλεκτρικό βιολί, μαντολίνο, κιθάρα), τον Paul Jeffreys (μπάσο), τον Stuart Elliott (τύμπανα) και τον Nick Jones (κιθάρα). Με αυτό το line-up κάνουν την πρώτη τους συναυλια στις 23 Ιουλίου του 1972, στο Roundhouse του Chalk Farm του Λονδίνου, σαπορτάροντας τους The Jeff Beck Group. Λίγο αργότερα αντικατέστησαν τον Jones, αλλά τελικά κατέληξαν πως ο ήχος τους δεν χρειάζεται δεύτερη κιθάρα και αρκέστηκαν στον Crocker. Έφεραν, όμως, στην ομάδα τους την πληκτροφόρα περιπτωσάρα που ακούει στο όνομα Milton Reame-James. 4 μόλις ακόμα συναυλίες ήταν αρκετές για να τους εντοπίσει ο label scout Mickey Mose σε μια συναυλία τους στο Speakeasy Club και η EMI και να τους κάνει συμβόλαιο - το Χειμώνα του 72!
Το συμβόλαιο προέβλεπε 3 LPs. Το πρώτο ήταν το "The Human Menagerie", που κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1973. Ο δίσκος είναι ένα διαμάντι. Λάμπει με το δικό του τρόπο και οι λάμψεις του αλλάζουν συνεχώς, καθώς αυτό μετακινείται στο χώρο, στο χρόνο, στη σκέψη και στην εκάστοτε οπτική του ακροατή. Ο ήχος του χαρακτηρίστηκε ως glam rock και ως dark cabaret και δεν θα διαφωνήσω με τίποτα από τα δύο Ειδικά το δεύτερο, με ψήνει άσχημα. Από την άλλη, θα καταθέσω και γω τον περιττό οβολό μου, και θα πω πως ο Steve Harley και οι Cockney Rebel παραδίδουν με το ντεμπούτο τους έναν δίσκο που συνδυάζει με τρόπο μαγικό και αρκούντως ρηξικέλευθο πολλαπλά παρακλάδια της ως τότε ποπ και ροκ παρακαταθήκης, γεννώντας εντέλει ένα τελικό αποτέλεσμα που δεν μοιάζει με τίποτα και λαξεύει ολοκαίνουρια κι απάτητα μουσικά μονοπάτια. Στα δικά μου αυτιά και στην δική μου καρδιά, πέρα από genres και ταμπέλες, είναι ένας δίσκος που -τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά- με πηγαινοφέρνει στο σκοτάδι και στο φως αδιάκοπα και απολαυστικά, ένα ανηλεές συναισθηματικό μπραντεφέρ, μια αρμονικά χαοτική σύγκρουση, που από μέσα της ξεπηδά, σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία, η μεγαλοφυία του Harley. Οι όποιες αδυναμίες του δίσκου, όπως και η έλλειψη εμπειρίας της μπάντας, είναι κατά τόπους εμφανείς, ακόμα κι έτσι, όμως, το πρόσημο είναι ένα μεγάλο +, γιατί -μαζί με τις αχίλλειες πτέρνες- εμφανίζονται και τα όπλα του δίσκου, η δυναμική και το πηγαίο ταλέντο του Harley και της μπάντας.
Είναι φυσικά το opening track "Hideaway". Όσες φορές και αν το έχω ακούσει, εκατοντάδες, συχνά-πυκνά επιστρέφω και βουτώ αύτανδρος μέσα στην ανεπανάληπτη λυτρωτική αγκαλιά του. Μια φορά, ένας πολύ καλός μου φίλος μού είχε πει πως "έλα ρε Mike, βγάλτο και βάλε τίποτα άλλο, το βαρέθηκα τόσα χρόνια! Εσύ όχι;" και του είχα απαντήσει πως εγώ θα το βαρεθώ όταν θα βαρεθώ τη ζωή και θα θέλω να πεθάνω. Ποτέ δηλαδή. Είναι και το "Mirror Freak", το οποίο ο Harley εμπνεύστηκε και έγραψε όταν συνάντησε τον Mr T. Rex leading man, τον πολύ Marc Bolan. Όταν αρκετά χρόνια αργότερα, το 79, ο Bolan συνάντησε τον Harley σε ένα πάρτυ, τον ρώτησε αν όντως είχε γράψει το κομμάτι γι'αυτόν. Δεν ξέρω τι του απάντησε ο Harley και τι ακολούθησε μεταξύ τους, όμως ο Harley σε μια συνέντευξή του το 2004 είχε πει πως "ο Bolan ήταν ένας νάρκισσος που συνεχώς αγωνιούσε και έψαχνε για σημάδια επιβεβαίωσης και της επιρροής του". Ο γλυκόπικρος σαρκασμός και το παιχνιδιάρικο στιλ του "Mirror Freak" είναι παρόντα και βασικά συστατικά σε πολλά σημεία του άλμπουμ. Το "Loretta's Tale", το "Muriel The Actor" και το "What Ruthy Said" είναι τέτοια σημεία-τραγούδια. Το τελευταίο, το "What Ruthy Said", ο Harley το έγραψε όταν, εργαζόμενος σαν καθαριστής, είχε σφουγγαρίσει το παρκέ μιας διάσημης Γερμανίδας φωτομοντέλου. "Φορούσε γκρίζα ρούχα και φαινόταν αυστηρή, αλλά συγχρόνως και όμορφη και έξυπνη - κάπως έτσι θα ήταν οι Γερμανίδες της Προπολεμικής περιόδου".
Το "Human Menagerie" κυλάει πάντοτε με υψηλή ευφυία και αισθητική, ίσως όμως να μην είχε απογειωθεί ποτέ στη στρατόσφαιρα, αν στο τέλος των δύο πλευρών του δεν παραμόνευαν δύο ιστορικά αριστουργήματα-έπη: Το "Sebastian" και το "Death Trip". Αυτά τα δύο τραγούδια τα έχω ακούσει περισσότερες φορές από το "Hideaway", πλησίαζω μάλλον στη χιλιάδα. Τα ακούω κυρίως μόνος μου, καλή ώρα τώρα, αλλά και με εκλεκτούς φίλους και αδελφούς, σε εξαιρετικές περιπτώσεις που νιώθω το σύμπαν έτοιμο να μας ενώσει και να μας πάει σε άλλες διαστάσεις και χωροχρόνους, διότι τα θεωρώ ένα αέναο κρυφό πέρασμα σε ένα στοιχειωμένο επικίνδυνο σκοτάδι που αρχικά (με) σκοτώνει αλλά τελικά (με) λυτρώνει, προσφέροντας εντέλει λίγη έξτρα ζωή που θα προστεθεί στο τέλος, στη σούμα...
Το μεγαλείο των δύο αυτών τραγουδιών αποκαλύπτεται στην ολότητά του, απογυμνώνεται μπροστά στον έκθαμβο ακροατή, όταν εισχωρεί στο ούτως ή άλλως μαγεμένο μουσικό σκηνικό, η συμφωνική ορχήστρα, η 50μελής συμφωνική ορχήστρα. Κι όλα ξεκίνησαν ένα Καλοκαιρινό απόγευμα στον κήπο ενός μπιστρό του Λονδίνου, όπου ο παραγωγός του δίσκου, Neil Harrison, και ο Steve Harley έπιναν έναν brainstorming καφέ:
"In the backyard of a Chelsea bistro, under a blue sky, late summer seventy-three, Neil Harrison and I were sharing a pot of coffee when he told me he would like to record an orchestra and choir onto "Sebastian" and "Death Trip". The album was being recorded at Air Studios. We were about three-parts through, I should say, so Neil, my producer, must have known his announcement that afternoon would bowl the young Steve over. And it did. But seeing them in there, fifty-plus classical musicians, mostly old enough to be my dad, was a real shocker. We were young and full of dangerous ideas and adventure; ready to experiment without consideration for the consequences or cost. And Joop Wisser, EMI's head of A & R and the man who discovered us, was a consistently kind ally to Neil and myself; otherwise there would have been no orchestra or choir!"
[Steve Harley]
Και τα δύο τραγούδια, και το "Sebastian" και το "Death Trip", γράφτηκαν έπειτα από ένα βράδυ που ο Harley ειδοποιήθηκε πως ένας φίλος του είχε πάρει υπερβολική δόση ηρωίνης κι έτρεξε στο σπίτι του να βοηθήσει. Γράφτηκαν γι'αυτόν τον φίλο, που κείτοταν σχεδόν νεκρός στο σαλόνι του σπιτιού του και τον 20χρονο Harley να προσπαθεί να τον συνεφέρει...
Το "Sebastian" ήταν το leading single του δίσκου και είχε κυκλοφορήσει τον Αύγουστο του 73. Σε πρώτη φάση δεν κατάφερε να κάνει και πολύ "θόρυβο" στο Νησί, παρόλα αυτά προκάλεσε αίσθηση και αγαπήθηκε εκτός Βρετανίας. Σίγουρα και στην Ελλάδα κι εδώ σημειώνουμε την αξιοπρεπέστατη διασκευή των Σάκη Μπουλά (στίχοι) και Βασίλη Παπακωνσταντίνου (φωνή) το 1982 στο δίσκο "Φοβάμαι".
Ανάλογη δυσκολία σαν του "Sebastian" να γίνει επιτυχία στη Μεγάλη Βρετανία, συνάντησε κατά την αρχική του πορεία ολόκληρο το άλμπουμ. Μάλιστα, εξέλαβε αρκετές αρνητικές κριτικές, αυτό που λέμε με απλά λόγια "θάψιμο". Σιγά-σιγά, όμως, άρχισε κάπως να αναγνωρίζεται η αξία του - με τους κριτικούς να βρίσκουν στους στίχους του Harley μια "νεωτεριστική ποιητική ματιά" και στον ήχο της μπάντας ένα σχεδόν πρωτόγνωρο glam και rock κράμα.
Οι Cockney Rebel συνέχισαν δισκογραφικά με το "Psychomodo" έναν χρόνο αργότερα (1974). Αν και δεν είχε στ'αυλάκια του κομμάτια σαν το "Sebastian" ή το "Death Trip", κατόρθωσε να ξεπεράσει τον πρόγονό του και να φέρει στην μπάντα την επιτυχία και την αναγνώριση που της άξιζε. Είναι και αυτό μια... μανιακή δισκάρα, που ενδεχομένως θα αποτελέσει ένα μελλοντικό Album Story. Προς το παρόν, πατήστε το play στο "The Human Menagerie".