The Song Diaries (141)
Carry Home
The Gun Club
Είχαν να βρεθούν τέσσερα χρόνια. Κι ως συνήθως συναντήθηκαν σε ακατάλληλη στιγμή. Τις μικρές ώρες που κυκλοφορούν καμένοι άεργοι ξενύχτηδες ρεμάλια περιωπής - οι καλύτεροι δηλαδή. Και οι νοικοκυραίοι στριφογυρίζουν μετρώντας προβατάκια κόκκινα δάνεια.
Ο Νίκος έμοιαζε να στέκει στη άκρη ενός γκρεμού. Δικής του επινόησης. Προέκταση του κορμιού του προς την κόλαση. Αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Πόδια υπερκινητικά κολλημένα στην κινούμενη άμμο. Ταξιδιάρικα μάτια - δύσκολα εστίαζε κάπου.
Κουφόβραση βροχή και σκόνη. Καμηλιέρηδες μουρμούριζαν στο βάθος της νύχτας. Θα το ορκιζόταν. Τους ζήλευε. Ήταν φτιαγμένος να τρέχει. Και τώρα είχε χωρέσει σε ένα γυάλινο κουτί ευτυχίας.
«Θυμάσαι το κουτί;» Η Δώρα έγνεψε καταφατικά. Το χαμόγελό της τέντωσε σκοινί να λάμψουν πάνω του ισορροπώντας λαγαρές αναμνήσεις. Λέγανε -ήταν ο κώδικάς τους- για ένα κουτί. Γενέθλιο δώρο την ώρα που γεννιέσαι. Μεγαλώνει τεντώνει μικραίνει χωράει ξερνάει. Ανάλογα τις επιθυμίες τις υποχωρήσεις την τύχη τους ανθρώπους τα πάντα. Και είτε γεμίζει είτε αδειάζει κάποια στιγμή πρέπει να το ανοίξεις. Κι ας ξέρεις ακόμη κι από το βάρος τι γίνεται εκεί μέσα.
«Έρχεται η στιγμή. Να δεις τι έχει μείνει μέσα για σένα» του έλεγε η Δώρα. «Ξέρεις η ζωή είναι ένα κουτί. Ένα κλειστό δώρο. Που πρέπει να το ανοίξεις κάποια στιγμή. Για εσένα». Η στιγμή τον είχε προσπεράσει. Τώρα ήταν ένα ποντίκι σε μια ρόδα που έτρεχε ασθματικά για να καταλήγει στο ίδιο σημείο-δίχως να έχει κάνει βήμα μπροστά.
«Εσύ λοιπόν το άνοιξες;»
«Περνάω ζόρικα, αλλά είμαι εκεί που θέλω»
«Δηλαδή;»
«Δεν το βρήκα άδειο ας πούμε», του απάντησε δίχως να τολμήσει να ρωτήσει εκείνον. Ήξερε. Τα χέρια του τρέμανε σαν ξεχαρβαλωμένες τραμπάλες. Άρχισε να της λέει για τους πίνακες και το ξεπούλημα «όλα μάρκετινγκ, ψεύτικα ρε συ» και που «τίποτε δεν μπορείς να κάνεις με τον δικό σου τρόπο, δεν γουστάρω να βλέπω όλο πόζα, και φωτογραφίες και σόσιαλ και όλη αυτή την ψευτιά». Είχε ένα παιδί. Και η γυναίκα του ήταν έγκυος. Στην ουσία αυτή τους ζούσε με τη δουλειά στο γραφείο. Δούλευε λάντζα σε δυο μαγαζιά. «Δεν με πειράζει να ρίξω όσο δεν πάει τον εαυτό μου για τα παιδιά μου». Το πτυχίο της Καλών Τεχνών ούτε για χαλάκι της πόρτας. «Έχω βάλει πλάνο σε δυο χρόνια να έχω μαζέψει λεφτά να πάμε στο νησί». Το έλεγε και το πίστευε. Σκασμένος σε μια κάσκα οξυγόνου.
Η Δώρα όμως δεν μπορούσε να κάνει τόσα πλάνα. Το μόνο που ήθελε ήταν να βγάλει το καλοκαίρι. Και μετά βλέπουμε. Είχε μάθει να στέκει μόνη. Να μην δημιουργεί υποχρεώσεις που δεν μπορεί να σηκώσει. Δεν ήθελε να κάνει σοβαρή κουβέντα τώρα. «Ξέρεις. Ήμουν έτοιμη να σου σκάσω κάτι στη μούρη». Ένας Άγγλος τουρίστας λιώμα περιφερόταν και κολλούσε σε ό,τι υπήρχε. Ο Νίκος ήρθε και της έπιασε την πλάτη την ώρα που ο άλλος είχε καθίσει δίπλα της και την κοιτούσε τρελαμένος. «Γι’ αυτό ήρθα να σε σώσω». Τα μεγάλα μάτια του μαύρα ζάρια δίχως αριθμούς. Πέφτανε ανέλπιδα να χάσουν ή να κερδίσουν. Της έσκασε η φάση που είχαν φιληθεί στη μέση της εθνικής εκείνα τα Χριστούγεννα. Καψούρα μαζί του και μπερδεμένη είχε φάει ένα μεγαλοπρεπές όχι από εκείνον τότε. Με ειλικρίνεια. Για κάποιο λόγο δεν του έβγαινε μαζί της. Η φάση είχε κοπεί αν και γούσταρε ο ένας τον άλλον. Μπερδεμένη κι αυτή. Μπερδεμένος κι αυτός. Κάπου τα είχανε βρει στο μπέρδεμα. Και τα ‘χαν σπάσει δίχως μελοδράματα. Και μετά είχαν χαθεί. Εκείνη στις μουσικές και τα γραψίματα και το κυνήγι και τις ό,τι να ‘ναι δουλειές. Κι εκείνος ε, σε όλα αυτά.
Μιλούσαν μέχρι που σχεδόν ξημέρωσε. Πρέπει να ‘ταν οι μόνοι άνθρωποι στο μπαρ που δεν ασχολιόντουσταν με το κινητό τους.
Μπήκαν στο αμάξι να τη γυρίσει. Ευχόταν να έχει κίνηση και να μείνουν λίγο ακόμα μαζί. Αλλά η Αθήνα τέτοια ώρα ήταν άδεια. Με ανοιχτά φανάρια, φλύαρα τζιτζίκια και τυφλούς περαστικούς. (Αλλά και μαζί να έμεναν δεν μπορούσε να του πει τίποτε. Μια αιώνια παρεξήγηση. Αυτό θα έμενε μεταξύ τους).
Λέγανε για κάποιους γνωστούς τους κι άρχισε πάλι τα παράπονα με πριν και για την έκθεση που θα έκαναν με τους άλλους το καλοκαίρι. Οι λέξεις πετάγονταν μπερδεμένες σα να ‘ταν από χαλασμένη γραφομηχανή.
Πώς να του πει ότι είναι ξεπερασμένος; Μια χαμένη ευκαιρία; Παρελθόν ήδη μπροστά στους φρέσκους που έχουν ήδη φτάσει; Προτίμησε να κάνει πλάκα «Πες μου πόσα μέρη μπορείς να βρεις που να μην μπορείς να κοτσάρεις δίπλα τους μια σούβλα;». Γέλασε πλήρως συντονισμένος.
Η πόλη τους προσπερνούσε. «carry home I have returned through so many highways» έλεγε το τραγούδι ή έτσι του φάνηκε. Θυμόταν που έμενε. Όπως έστριβαν στη γωνία της, είπε «θυμάσαι πριν χρόνια που σου ‘πα μια μέρα θα βρεθούμε και θα λέμε για τα έργα μας και τα παιδιά και τους έρωτες μας;».
«Ναι αμέ.»
«Και να που τώρα τα λέμε»
Τόσο κουρασμένος. Γύρω από τα μάτια αραχνοΰφαντοι ιστοί έριχναν σκιές απειλητικές - στη μέση η Κέλυ, το παιδί, οι έννοιες του κουνιόντουσταν όποτε έπρεπε για να του το υπενθυμίζουν. Ήταν γερασμένος σαν παλιά θρησκεία.
Αν έκλεινε τα μάτια, θα τον έβλεπε. Όπως ήταν τότε. Γυρνούσαν όλα. Το φιλί σπασμένο ρόδι πρωτοχρονιάς. Φανάρια πολύχρωμα αποδημητικά πουλιά. Δρόμοι να πετάνε κάτω από τα πόδια τους ξεραμένα φύλλα. (Πιόνια σε μια γιορτινή σκακιέρα). Χοροί σ’ αγαπημένα μπαρ. Όλα ανοιχτά και πιθανά. Προτού σπάσεις τα μούτρα σου στην πραγματικότητα. Σε τσιμεντωμένες επιθυμίες που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ.
Τίποτε από αυτά δεν θα επέστρεφε. Όσο κι αν το σκεφτόταν. Είχαν αλλάξει. Δεν θα μπορούσαν να αγαπηθούν όπως τότε. Κι ένα πήδημα απόψε θα τα γαμούσε όλα.
Έσβησε τη μηχανή. Του είχε σκάσει όλο το παρελθόν. Και ήθελε να μιλήσει. Να της πει πώς. Όμως η Δώρα δεν ήθελε να ανοίξει το κουτί. Έπρεπε να το κάνει μόνος. Και ν’ αντιμετωπίσει ό,τι είχε απομείνει εκεί μέσα. Τον αγκάλιασε δεμένη στη ζώνη και τον φίλησε με αγάπη. Αγάπη που δεν θες να την χαλάσει η παρόρμηση μιας στιγμής. Η θλίψη και η παραίτηση από άλλα πράγματα.
Ήθελε να του πει ότι «το καλύτερο τραγούδι μου το έγραψα για εσένα», «μαθαίνω νέα σου από το f/b και φωτογραφίες άλλων», «θα ήθελα να έχω μια θέση στα μάτια σου και να βλέπεις μόνο εμένα». Αλλά όλα αυτά ήταν μπαναλαρίες. Και λίγες μέρες μετά δεν θα είχαν τόση σημασία. «Αλήθεια χάρηκα πολύ που σε είδα». Τον άφησε μετέωρο. Σκασμένο.
Ο Νίκος δεν μπορούσε να πάει σπίτι. Βρέθηκε να περπατάει στην παραλία. Τα παπούτσια του γέμιζαν άμμο - γλιστρούσε μέσα τους και δεν μπορούσε να περπατήσει. Με ένα τελευταίο κουτάκι μπύρας πνιγόταν στα ρηχά. Ήξερε. Δεν θα έφευγε ποτέ. Και δεν θα άνοιγε το κουτί. Γιατί δεν υπήρχε πια τίποτε. Ίσως και να μην υπήρχε ποτέ κάτι εκεί μέσα. Για εκείνον.
Ένα ζευγάρι φιλιόταν μες στο νερό. Αναρριχητικά κοράλλια, φυτεμένες ξόβεργες να πέσουν όλοι στην παγίδα.
Θα συνέχιζε έτσι. Με ελάχιστο ύπνο. Με απλήρωτους λογαριασμούς. Με ματαιωμένα όνειρα. Με οινόπνευμα για αίμα. Και στυλοβάτη ανοίκειο δεκανίκι απαραίτητο την Κέλυ. Ώσπου να πεθάνει. Δεν θα αργούσε.
Έκλεισε τα μάτια για λίγο. Κι όταν τα άνοιξε είχε ξημερώσει.
Τα πουλιά καταλαβαίνουν το θάνατο. Κι έρχονται. Για την παρηγοριά της ανακοίνωσης. Ο γλάρος τον κοιτούσε σαν παγωμένο σύννεφο.
To "Carry Home" των Καλιφορνέζων The Gun Club το βρίσκεις στον δεύτερο δίσκο τους, "Miami", που κυκλοφόρησε το 1982. Είναι το εναρκτήριο track του album.
Lyrics
Come down to the willow garden
With me
Come go with me
Come go and see
Although I've howled across fields and my eyes
Turned grey
Are yours still the same?
Are you still the same?
Carry Home
I have returned
Through so many highways
And so many tears
Your letter never survived the heat of
My hand
My burning hand
My sweating hand
Your love never survived the heat of
My heart
My violent heart
In the dark