The Song Diaries (63)
Neighborhood #1 (Tunnels)
Arcade Fire [revisited]
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στον Mike, τον φίλο εκείνο, που είναι ο μεγαλύτερος λάτρης χιονιού που έχω γνωρίσει. To "revisited" υπάρχει στον τίτλο, μιας και το Neiborhood #2 [Tunnels] των Arcade Fire έχει ξαναγίνει Song Diary (#54).
Στις 29/06/2018 μπήκα τελευταία φορά στο αεροπλάνο, για την one way διαδρομή LUX-ATH. Θυμάμαι, πριν φύγω από το σπίτι, το τελευταίο πράγμα που έκανα ήταν να στείλω στον Mike ένα άρθρο, ένα Top-11 για τους Placebo, γραμμένο μέσα σε ένα σύννεφο ευφορίας, ένα κείμενο που ξεκινούσε με μια φράση με γενναίες δόσεις αισιοδοξίας, την οποία η ίδια η ζωή διέψευσε λίγο καιρό αργότερα, σε μια φάρσα που πολύ γρήγορα σταμάτησε να έχει πλάκα.
Αυτά ανήκουν στο (όχι και τόσο) μακρινό παρελθόν πια, όμως τελευταία πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτομαι πολύ εκείνες τις μέρες, εκείνα τα χρόνια που πέρασα στην χώρα του πουθενά. Ένα μέρος που μου έδωσε πολλά, τα οποία όμως ήρθαν και με ένα τεράστιο κόστος, μιας και μου πήρε άλλα τόσα.
Όταν χτύπησε εκείνο το τηλέφωνο, μια Κυριακή πρωί στον Ωρωπό τον Ιούλιο του 2015, θυμάμαι πρώτα να λέω ναι και μετά να σκέφτομαι. Έτσι πήγα, έτσι έφυγα κιόλας. Πρώτα είπα φεύγω και μετά σκέφτηκα. Ηλίθιος; Μπορεί. Αυτά τα πράγματα, αν τα σκέφτεσαι πολύ, δεν τα αποφασίζεις ποτέ.
Αν κάτι μετανιώνω, είναι αυτό που είπα στην Τόνια χθες το μεσημέρι. Τρία χρόνια δεν ήμουν πουθενά, ούτε εδώ, ούτε εκεί. Παράξενο συναίσθημα να μην ανήκεις και να μην χωράς πουθενά. Υπό αυτή την έννοια, ίσως και να το αδίκησα το μέρος. Μου έδωσε πολλές ευκαιρίες και έχω την εντύπωση πως δεν του έδωσα ούτε καν μία ολόκληρη. Ποτέ. Μοναδική μου έγνοια να σκάβω εκείνο το τούνελ, που επικοινωνούσε το παράθυρό μου με αυτά των αγαπημένων μου.
Κάπου σε ένα συρτάρι, υπάρχει ένα κάτασπρο χαρτί, που γράφει ότι μια μέρα θα γυρίσω.
Στο Λουξεμβούργο πέρασα τρία χρόνια χειμώνα, με μικρά διαλείμματα άνοιξης. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο χιόνι στη ζωή μου. Βδομάδες ολόκληρες να πνιγόμαστε ανάμεσα σε τεράστιες ποσότητες κατάλευκου χιονιού.
And if the snow buries my, my neighborhood.
Τον πρώτο χειμώνα (2015) το χιόνι με βοήθησε, ενώ με τρόμαζε. Δεν είχα τους σωστούς πάτους στα παπούτσια και έπεφτα. Δεν είχα τα σωστά μπουφάν, τα οποία γίνονταν μούσκεμα. Δεν είχα καν τα σωστά λάστιχα, ούτε εγώ, ούτε το αμάξι, με συνέπεια να μην μπορούμε να διασχίσουμε τη θύελλα. Έτσι, το χιόνι ήταν η τέλεια, η βολική δικαιολογία. Έμενα μέσα.
And since there's no one else around,
We let our hair grow long,
And forget all we used to know.
Τον δεύτερο χειμώνα (2016) είχαμε κάνει μια κάποια ανακωχή. Με την έννοια ότι έβγαινα από την καμινάδα και συναντιόμουν με τον Γιώργο στη μέση της πόλης, που μετά τις 6 το απόγευμα δεν κυκλοφορεί ούτε το αίμα στις φλέβες. Με νέα παπούτσια σαν φτερωτά σανδάλια, χοντρά λάστιχα και να ευχαριστιέμαι λίγο παραπάνω την οδήγηση πια, σκεπτόμενος πάντα τον παππού μου, που μου έλεγε ότι το χιόνι θέλει σταθερό γκάζι και μαλακό φρένο. Όταν κουραζόμουν πολύ, δεν έμενα μέσα. Έπαιρνα το αεροπλάνο σε ένα ταξίδι που κυνηγούσα τον ήλιο. Ή με κυνηγούσαν, δεν θυμάμαι πια.
Then our skin gets thicker from
Living out in the snow.
Ένα πρωί, τον χειμώνα του 2017 (τρίτος και τελευταίος, μέχρι τον επόμενο), μπήκε ένα ασυνήθιστο φως στο σπίτι, παράξενο για Ιανουάριο. Τότε, δεν είχαμε καμία εμπιστοσύνη στη διάρκεια του ήλιου (τώρα δεν έχω γενικώς), οπότε αποφάσισα να μην περπατήσω, μπήκα κανονικά στο αυτοκίνητο να πάω στη δουλειά. Όπως προχωρούσε η μέρα, παρατηρούσα έξω από το παράθυρο την κλιμάκωση μιας κρίσης. Από το αριστερό παράθυρο απέραντο μπλέ και ήλιος, από το δεξί παράθυρο μια μαυρίλα και μια λύπη που μην τυχόν και ξεσπάσει, χαθήκαμε. Εναλλαγές συνέχεια. Ο καιρός από το δεξί παράθυρο, πήγαινε στο αριστερό και αντίστροφα.
Μέσα σε περίπου 20 λεπτά, ο ουρανός έγινε ασημένιος, το χιόνι άρχισε να πέφτει και σαν σε όνειρο όλα έγιναν άσπρα, σε μια όχι και τόσο forecasted snow storm, δεν την περίμενε κανείς.
Εκείνη την πέρασα, πέρασα την μοναδική μέρα που δεν φοβήθηκα εκεί. Γυρνώντας στο σπίτι το βράδυ εκείνο, δεν θύμιζε σε τίποτα την μέρα όπως ξεκίνησε, με εκείνον τον αλλόκοτο ήλιο. Στρίβοντας από τον κεντρικό, στο γεφυράκι που οδηγούσε στον δρόμο για το σπίτι, ο δρόμος είναι απάτητος, το χιόνι κρύβει την αρχή και το τέλος του, μαζί με όλες τις διαχωριστικές γραμμές. Θα προχωρήσω, λέω, ο κόσμος να χαλάσει.
Εκείνη την ώρα, μπαίνει στο ραδιόφωνο το Neighborhood #1, των Arcade Fire. Δυναμώνω την ένταση, βγαίνω από το αμάξι και αρχίζω να χορεύω σαν εξωγήινος ανάμεσα σε ανθρώπους τραγουδώντας:
And since there's no one else around,
We let our hair grow long,
And forget all we used to know.
Then our skin gets thicker from
Living out in the snow.
Εκείνη η στιγμή έχει αποτυπωθεί για πάντα στη μνήμη μου.
Ο χειμώνας του 2018 είναι μια διαφορετική ιστορία, που δεν χωράει εδώ. Με βρήκε στην Αθήνα, αλλά καλύτερα να χιόνιζε, εδώ που τα λέμε.
Τον χειμώνα εκείνο μονολογούσα στο τρένο:
We forgot all the names that
The names we used to know.
Then we think of our parents,
Well what ever happened to them?
Μα ευτυχώς, καμιά φορά, και τα τραγούδια δεν κρατάνε και πολύ.