Θωμάς Μαχαίρας
Fuzz Productions
Αναμφισβήτητα, το φετινό συναυλιακό Καλοκαίρι θα μείνει στην ιστορία ως το πιο καυτό και γεμάτο που έχουμε ζήσει ποτέ σε τούτη τη χώρα (μέχρι το επόμενο;). Με ονόματα για όλα τα γούστα: Μεγάλα και τύπου mainstream, μικρότερα μα "ψαγμένα", μπάντες καταξιωμένες στο παγκόσμιο μουσικό στερέωμα, αλλά και μπάντες σχετικά καινούριες, που όμως ήδη έχουν χτίσει ισχυρά fanbases με τους πρώτους δίσκους τους... Στις καλοκαιρινές "σταθερές" που μας παρείχαν όλα αυτά τα χρόνια το Rockwave και το Ejekt Festival, ήρθε να προστεθεί ένα ολοκαίνουριο φεστιβάλ, το Release, το οποίο διοργανώνει η Fuzz Productions. Με ένα line up που θυμίζει... Primavera, έρχεται τον Ιούνιο για να μας καθηλώσει στην Πλατεία Νερού. Το Υπόγειο είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τον Θωμά Μαχαίρα, Booking & Promo Manager της ομάδας του Release, τον οποίο εγώ προσωπικά ήδη είχα τοποθετήσει στα εικονίσματα των συναυλιακών μου εμπειριών, μιας και είχε φέρει στην Ελλάδα για πρώτη φορά τους αγαπημένους μου Allah Las (δις) και τους Black Angels. Και όχι μόνο αυτούς... Το να τον έχουμε στο Υπόγειο, λίγες μέρες πριν την έναρξη του Release, αποτέλεσε μεγάλη τιμή και χαρά και ιδού η πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα που είχαμε μαζί του.
To Υπόγειο: Θωμά, σε καλωσορίζουμε στο Υπόγειο. Αρχικά, θα θέλαμε να μας μιλήσεις για το νεοσύστατο Release Festival. Πώς και πότε έπεσε η ιδέα;
Σας ευχαριστώ πολύ! Λοιπόν, η αφορμή ήταν η συμπλήρωση 10 ετών από την έναρξη λειτουργίας του Fuzz Live Music Club. Στην πραγματικότητα, η ιδέα να διοργανώσουμε κάτι μεγαλύτερο προϋπήρχε στο μυαλό μας εδώ και λίγα χρόνια και φέτος μας δόθηκε η δυνατότητα – και ένα κίνητρο παραπάνω - να το πραγματοποιήσουμε. Ίσως κάποιοι σκεφτούν πως η συγκυρία δεν είναι ευνοϊκή για κάτι τέτοιο. Από την άλλη, οι δυσκολίες είναι δεδομένες και έχουμε πλέον μάθει να ζούμε με αυτές. Άλλωστε, εμείς κάνουμε συναυλίες ολόκληρο τον χρόνο, όχι μόνο το καλοκαίρι. Καλό είναι να γίνονται πράγματα που να υπενθυμίζουν, τόσο στο εξωτερικό όσο και σε εμάς τους ίδιους, πως υπάρχουν και εδώ δυνάμεις που παραμένουν ζωντανές.
Το Υπόγειο: Ποιες είναι οι βραχυπρόθεσμες και ποιες οι μακροπρόθεσμες φιλοδοξίες του Release;
Σε πρώτη φάση, σίγουρα θα θέλαμε να δούμε αυτή την πρώτη μας προσπάθεια να στέφεται με επιτυχία. Πιστεύουμε πως φέρνουμε μία νέα πνοή στον φεστιβαλικό χάρτη της Ελλάδας και αναμένουμε την ανταπόκριση του κοινού σε αυτό. Ευελπιστούμε να κάνουμε τη διαφορά, όχι μόνο σε καλλιτεχνικό αλλά και σε οργανωτικό επίπεδο.
Με βάση αυτά που μόλις προανέφερα, μακροπρόθεσμα σίγουρα θα θέλαμε να δούμε το Release Athens να καθιερώνεται ως ένας θεσμός που έχει να δώσει κάτι πραγματικά ουσιαστικό στα μουσικά δρώμενα της χώρας μας – και της περιοχής, γενικότερα. Πάντα θα κοιτάζουμε για σπουδαία και ποιοτικά ονόματα και ελπίζουμε όλο και περισσότερα από αυτά να μας τιμούν με την παρουσία τους. Το ότι ήδη κατορθώσαμε να έχουμε το συγκεκριμένο line-up από την πρώτη κιόλας χρονιά πιστεύω πως λέει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουμε όλα αυτά τα χρόνια σαν εταιρεία παραγωγής και βάζει τον πήχη ψηλά για τις επερχόμενες διοργανώσεις.
Το Υπόγειο: Πόσο ρίσκο εμπεριέχει η διοργάνωση ενός τέτοιου φεστιβάλ στη χώρα μας - και ειδικά στην εποχή της κρισης;
Το ρίσκο είναι τεράστιο, δεν χρειάζεται καν να το πω. Οι συνθήκες που ζούμε τα τελευταία χρόνια είναι για πολλούς – ιδίως τις νεότερες γενιές – πρωτόγνωρες και, όπως είναι φυσικό, αυτό επηρεάζει τα πάντα. Η πολιτική αστάθεια γεννά αβεβαιότητα και ανασφάλεια, ενώ η εικόνα που έχουν στο εξωτερικό πολλές φορές είναι πολύ χειρότερη απ’ ότι πραγματικά είναι. Όμως, όπως προανέφερα, δεν βλέπουμε και κάποιον άλλο δρόμο πέρα από το να δραστηριοποιηθούμε και να κάνουμε αυτό που ξέρουμε. Είμαστε άνθρωποι που αγαπάμε τη μουσική και παίρνουμε ενέργεια από αυτήν. Κατά συνέπεια, δεν μας αρέσει η εσωστρέφεια και η παθητικότητα.
Το Υπόγειο: Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή των ονομάτων στο Release Festival;
Σκοπός μας ήταν να έχουμε ένα line-up που να συνδυάζει μεγάλα και δημοφιλή ονόματα με ορισμένα πιο ιδιαίτερα και νεότερα. Έτσι, στην πρώτη μας χρονιά, έχουμε καλλιτέχνες καθιερωμένους σε παγκόσμιο επίπεδο – και με υψηλά ποιοτικά standards, ο καθένας στο ειδος του – όπως η PJ Harvey, οι Sigur Ros, οι Beirut και ο Parov Stelar. Δίπλα τους, ονόματα όπως οι Slowdive, οι Brian Jonestown Massacre, o Cass McCombs, με μεγάλη και ιδιαίτερα αξιόλογη πορεία πίσω τους, αλλά και νεότερα που ήδη έχουν δώσει το στίγμα τους στην παγκόσμια σκηνή (The Black Angels, Daughter, DIIV, Chinese Man, Postmodern Jukebox),χωρίς να ξεχνάμε και τις εγχώριες συμμετοχές (Irene Skylakaki, RSN, Closer, Theodore, Moa Bones, GAD, The Noise Figures, Afformance).
Το Υπόγειο: Ποιες ήταν οι πιο δύσκολες και περιπετειώδεις συμφωνίες; Ποια ονόματα του Release σας ταλαιπώρησαν περισσότερο;
Δυσκολίες υπήρξαν αρκετές και, ενίοτε, σημαντικές. Για παράδειγμα, αρκετοί από τις μπάντες και τους καλλιτέχνες που θα συμμετάσχουν στο Release Athens 2016 εμφανίζονται στο Primavera, γεγονός που καθιστά το πρόγραμμά τους πάρα πολύ πιεσμένο, από τη στιγμή που οι πρώτες μας ημερομηνίες σχεδόν συμπίπτουν χρονικά με εκείνες του μεγάλου φεστιβάλ της Βαρκελώνης. Το ουσιαστικότερο, όμως, είναι πως τα όποια εμπόδια ξεπεράστηκαν και αυτό δείχνει πως το ελληνικό κοινό μετράει γι’ αυτούς - και αυτό το λέω ειλικρινά, παρότι όλοι ξέρουμε πως και μικρή αγορά είμαστε και η γεωγραφική μας θέση σπανίως βολεύει το routing μιας περιοδείας. Προσπαθήσαμε κι εμείς πολύ, αλλά απέδειξαν και εκείνοι ότι τελικά ήθελαν πραγματικά να έρθουν στην Ελλάδα, είτε μιλάμε για την PJ Harvey είτε για τους Daughter.
Το Υπόγειο: Υπήρξαν μπάντες και καλλιτέχνες που “χτυπήσατε”, αλλά τελικά δεν θα δούμε αυτό το Καλοκαίρι; Κάποια στιγμή στην αρχή της Άνοιξης ακούστηκε έντονα το όνομα των Radiohead...
Λογικό είναι. Όμως, είμαστε ένα νέο φεστιβάλ και πιστεύουμε πως το line-up που έχουμε, από την πρώτη κιόλας χρονιά, είναι παραπάνω από ικανοποιητικό. Στην πραγματικότητα, χωρίς ίχνος έπαρσης, θα έλεγα πως εκεί που βασικά στοχεύσαμε είχαμε σχεδόν απόλυτη επιτυχία. Έχει να κάνει και με το ότι διοργανώνουμε συναυλίες πολλά χρόνια τώρα, οπότε ατζέντηδες και καλλιτέχνες μας γνωρίζουν πολύ καλά πλέον.
Οι Radiohead έχουν νέο album, είναι από τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, είναι απολύτως φυσιολογικό να γίνουν θέμα συζήτησης για όλους τους μουσικόφιλους. Όμως τη φετινή χρονιά επέλεξαν να κάνουν λίγα και επιλεγμένα shows.
To Υπόγειο: Γενικώς, πώς εξηγείς τη συναυλιακή άνθηση που ζει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια; Βλέπουμε όλο και πιο συχνά μεγάλες μπάντες στο peak της πορείας τους, ονόματα από το πρώτο ράφι της μουσικής συναυλιακής βιομηχανίας, να συμπεριλαμβάνουν την Ελλάδα στις περιοδειες τους. Το φετινό Καλοκαίρι δε, θα μείνει στην ιστορία...
Έχω την αίσθηση πως στην Ελλάδα γίνονται πολλά και καλά πράγματα εδώ και αρκετά χρόνια. Ιδίως το φετινό καλοκαίρι, αν τα υψηλά καλλιτεχνικά standards συνδυαστούν με αντίστοιχα οργανωτικά, θα μπορούμε κάλλιστα να μιλάμε για μία “άνοιξη της μουσικής” στη χώρα μας. Ο κόσμος χρειάζεται λίγη χαρά. Από τη στιγμή που δεν έχει να περιμένει τίποτα από τους “υψηλά ιστάμενους”, ίσως βρει λίγη ελπίδα και, τουλάχιστον, καλύτερη διάθεση μέσα από την αγαπημένη μας μουσική.
Το Υπόγειο: Πότε πρωτοξεκίνησες να ασχολείσαι με τη διοργάνωση συναυλιών στην Ελλάδα; Εγώ, προσωπικά, σε θυμάμαι από την Doledrums... Είσαι ακόμα (και) εκει;
Ξεκίνησα με ένα fanzine που βγάζαμε μαζί πέντε πιτσιρικάδες, από το 1986. Άρχισα να ασχολούμαι πιο “επαγγελματικά” με τη μουσική από το 1988, όταν ο Γιάννης Πετρίδης και ο Κώστας Ζουγρής μου έδωσαν την ευκαιρία να γράψω στο Ποπ & Ροκ. Πέρασα για ένα μικρό διάστημα από την ελληνική έκδοση του Vox, ήμουν (και περιστασιακά παραμένω) DJ σε διάφορα bar (Decadence, Closer, Memphis, Ρινόκερως κ.α.) και το 2004 ξεκίνησα να εργάζομαι στο Gagarin 205, αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια ως υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου. Από τις αρχές του 2012, ουσιαστικά βρίσκομαι στη Fuzz Productions. Κάναμε αρκετές συναυλίες (The Black Angels, Allah-las, Mark Lanegan Band, Swans, The Residents κ.α.) σε συνεργασία με την Doledrums (που εδώ και καιρό συνεχίζει μόνη της), αλλά πίσω από όλες αυτές ήταν η Fuzz Productions.
To Υπόγειο: Όντας λοιπόν αρκετά χρόνια στο συναυλιακό...κουρμπέτι, πώς έχεις ψυχολογήσει το ελληνικό συναυλιακό κοινό; Πού πηγαίνουμε και πού απαξιούμε;
Παλαιότερα, υπήρχε περισσότερο πάθος και διάθεση να δούμε καινούρια πράγματα. Θυμάμαι τις πρώτες μεγάλες συναυλίες στα μέσα (The Dream Syndicate στο Πεδίο του Άρεως και το Βεάκειο) και τα τέλη των 80’s (από τις πρώτες εμφανίσεις του Robyn Hitchcock, των Three Johns, των Chills, της Nico, του Peter Hammill, του Nick Cave, των αξεπέραστων Wipers στο Club 22, μέχρι την πρώτη συναυλία των Triffids στο Ρόδον, τους Pixies, τους Ramones και πολλούς άλλους). Με την πάροδο των ετών, το εγχώριο κοινό ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση με μπάντες και καλλιτέχνες των οποίων η μουσική και οι στίχοι χαρακτηρίζονταν από έντονο λυρισμό και μελαγχολία (Nick Cave and the Bad Seeds, Tindesrticks, Madrugada, Puressence και στη συνέχεια James, Placebo, Editors κ.α). Πιο πρόσφατα, μεγάλη πέραση έχουν το stoner και το psych rock. Βλέπουμε πολλά ονόματα, μεγάλα και μικρά, που υπηρετούν τα συγκεκριμένα είδη να γεμίζουν τους χώρους όπου εμφανίζονται, είτε μιλάμε για το Fuzz Live Music Club είτε για το Six Dogs.
Εν κατακλείδι, θα πω ότι το ελληνικό κοινό, ιδίως το νεότερο, θα έπρεπε να γίνει λίγο πιο “τολμηρό” και “ανήσυχο” στις επιλογές του αλλά, σε γενικές γραμμές, υποστηρίζει τις συναυλίες και τα φεστιβάλ. Ας μην ξεχνάμε πως, ούτως ή άλλως, αναφερόμαστε σε σχετικά περιορισμένα μεγέθη διότι, πέρα από τα οικονομικά, υφίσταται και ένα άλλο μνημόνιο στην Ελλάδα και έχει να κάνει με τον πολιτισμό, την αισθητική και την παιδεία. Δυστυχώς, το συγκεκριμένο έχει “επιβληθεί” εδώ και δεκαετίες, με γνωστές συνέπειες.
Το Υπόγειο: Και πάμε λίγο στα δικά μου προσωπικά συναυλιακά απωθημένα: Θα σου πω κάποια ονόματα και θα ήθελα να μου πεις τι πιθανότητες έχω να τα δω στη χώρα μας: Foxygen, Unknown Mortal Orchestra, Mystic Braves (ακούγονταν έντονα πέρσι), Murlocs και... Arcade Fire!
Σε ένα ποσοστό τουλάχιστον 50% από αυτά που αναφέρεις, θα έλεγα πως έχεις αρκετά καλές πιθανότητες, με βάση το πως κινούνται οι promoters στην Ελλάδα – οι οποίοι, ενίοτε, αποδεικνύονται ιδιαίτερα καλόγουστοι και τολμηροί, ανεξάρτητα από τις δυνατότητές τους.
Το Υπόγειο: Τα δικά σου συναυλιακά απωθημένα;
Θα ήθελα πολύ να δω τον Jeff Buckley και τους Verve. Για διαφορετικούς λόγους, και τα δύο είναι αδύνατα πλέον... Όσοι εξακολουθούν να βρίσκονται εν ζωή και να είναι ενεργοί, ευελπιστώ ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν θα παραμείνουν απωθημένα.
Το Υπόγειο: Η μεγαλύτερη ευχάριστη έκπληξη και η μεγαλύτερη δυσάρεστη έκπληξη στη συναυλιακή σου καριέρα ως τώρα;
Πολλές και διάφορες. Ένας από τους “κινδύνους” της δουλειάς είναι το ότι αναπόφευκτα έρχεσαι πολύ κοντά σε ανθρώπους που ίσως θαύμαζες από μακριά και μετά αρχίζεις να τους βλέπεις διαφορετικά. Απομυθοποίηση, μάλλον. Αλλά, προσωπικά, κάθε συναυλία με γεμίζει με το που θα έρθει η ώρα να ξεκινήσει. Είναι πολύ ωραίο το συναίσθημα όταν βλέπεις τον κόσμο και τους καλλιτέχνες να περνάνε καλά ταυτόχρονα. Αυστηρά, σαν συναυλιακές εμπειρίες, δεν θα ξεχάσω ποτέ τους Wipers στο Club 22 (Μάιος 1987), τους Gun Club, Ramones, Go-Betweens, Triffids, τους Last Drive (κάθε φορά που τους βλέπω), τους Beasts Of Bourbon, τους Black Angels και τους Sound Explosion στο Fuzz!
Στιμιότυπα έχω να θυμάμαι πολλά, μέσα στα χρόνια. Να ανάβω τσιγάρο στον Nick Cave μεσημεριάτικα στον Λυκαβηττό, λίγα λεπτά αφότου έπαιξε μαζί με τους Bad Seeds το “California Dreamin” μπροστά σε καμιά 20αριά άτομα. Να παρακολουθώ τους Residents, χωρίς μάσκες, backstage. Να περνάω ώρες παρέα, μιλώντας για μουσική και πίνοντας ποτό, με τους Sonics, τους Black Angels, τους Allah-las. Να βλέπω τον Mark E. Smith να τα βάζει με τους πάντες, ως συνήθως...
Το Υπόγειο: Θωμά σ’ευχαριστούμε πάρα πολύ. Ανυπομονούμε να ξεκινήσει το Release Festival και να απολαύσουμε από κοντά όσα μας ετοιμάσατε... :) Ένα τελευταίο σχόλιο από σένα σε κάτι που ενδεχομένως δεν σε ρωτήσαμε;
Εγώ σας ευχαριστώ πολύ, εκ μέρους όλης της ομάδας του Release Athens, όχι μόνο για τη συνέντευξη αλλά για όλη την υποστήριξη.
Θωμάς Μαχαίρας (Booking & Promo Manager) / εκ μέρους της ομάδας της Fuzz Productions, διοργανώτριας του Release Athens 2016.