Τελικά, πήγα κι εγώ
στην «Ταράτσα Του Φοίβου»
@ Θέατρο Άλσος - 18/9/2024
Τελικά, πήγα κι εγώ στην «Ταράτσα Του Φοίβου»
Δεδομένης της αγάπης μου για το τραγουδοποιητικό έργο του Φοίβου Δεληβοριά, και της εκτίμησής μου για τον ίδιο ως πρόσωπο, σαν να μου παραπήρε καιρό για να βρεθώ σε κάποια από τις παραστάσεις του, που φέρουν τον τίτλο «Η Ταράτσα Του Φοίβου».
Το γεγονός αυτό μέχρι πρότινος το δικαιολογούσα στον εαυτό μου με βάση την απόσταση που με χωρίζει από την πρωτεύουσα -κάτοικος επαρχίας γαρ. Η δικαιολογία είναι, πάντως, φτηνή· κι οφείλω να ομολογήσω ότι στην όλη διστακτικότητα/αναβλητικότητα που έδειξα όλα αυτά τα χρόνια -η «Ταράτσα» ξεκίνησε το 2017, και φέτος ανέβηκε για έκτο καλοκαίρι- έπαιξε ρόλο και ένα σύνδρομο που κατατρέχει ενίοτε τους διάφορους «οπαδούς». Αναφέρομαι στην άρνηση να αποδεχτούμε ότι ο αγαπημένος μας καλλιτέχνης αλλάζει και εξελίσσεται, κι ότι μπορεί κάποτε να θελήσει να βγει εκτός των ορίων του κάδρου μέσα στο οποίο τον μάθαμε και έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε.
Από συζητήσεις που έχω κάνει μέσα στα χρόνια, διαπίστωσα πως δεν είμαι ο μόνος από το παλιό ακροατήριο του Δεληβοριά που ένιωσε περίεργα βλέποντάς τον να επιχειρεί μια αναβίωση των παλιών αναψυκτηρίων, του επιθεωρησιακού πνεύματος, και της «Μάντρας Του Αττίκ», γενόμενος κάτι μεταξύ μαικήνα και κονφερασιέ του ελληνικού τραγουδιού και των παραστατικών τεχνών γενικότερα. «Τι θέλει, τέλος πάντων, ο δικός μας μοναχικός τροβαδούρος, και ανακετεύεται με όλα αυτά τα νούμερα;» -αυτή υπήρξε, πάνω-κάτω, η διάθεση μιας μερίδας αυτού του κόσμου απέναντι στο εγχείρημα, και όσα το ακολούθησαν.
Κάπως έτσι, έχασα διά παντός την ευκαιρία να δω το εν λόγω πολυθέαμα στην αρχική του, αυθεντική εκδοχή. Πλέον η «Ταράτσα» είναι, άλλωστε, μόνο κατ’ όνομα τέτοια, αφού από το 2020, ελέω COVID-19, μεταφέρθηκε στο πολύ πιο ευρύχωρο Θέατρο Άλσος. Το εισιτήριο που έβγαλα ήταν για τις 18 Σεπτεμβρίου, για τη βραδιά που είχε ως βασικούς καλεσμένους τον Μίλτο Πασχαλίδη, την Ηρώ Σαΐα και τον Θωμά Ζάμπρα. Όπως είπε ο πρώτος σε κάποιο σημείο, «Γιατί το λέτε ταράτσα αφού είναι ισόγειο; Προτείνω να μετονομαστεί από "Ταράτσα Του Φοίβου" σε "Ισόγειο Του Αλευρά"».
Οφείλω να το καταθέσω εξ αρχής, ότι πέρασα παραπάνω από απλώς καλά εκείνο το βράδυ. Γέλασα, χάρηκα, ξέσκασα, απόλαυσα -και άρα πολύ κακώς άργησα τόσο να πάρω την απόφαση. Ο Δεληβοριάς έχει ξεκάθαρα χτυπήσει φλέβα με την ιδέα του, πιάνοντας, για πολλοστή φορά, τον σφυγμό και την ανάγκη της εποχής -τον σφυγμό και την ανάγκη της γενιάς του, και των κοντινών σε αυτή γενιών, έστω. Αν και, όπως έχει αποδειχθεί ξανά και ξανά, με διάφορες αφορμές, δεν δυσκολεύεται ο εν λόγω καλλιτέχνης να μιλήσει και στις πολύ νεαρότερές του ηλικίες. Για του λόγου το αληθές, όλα τα γύρω μου τραπέζια εκείνο το βράδυ στελεχώνονταν από νεαρά ζευγαράκια και παρέες, 20-25 χρόνων· και ξεκαρδιζόμασταν στα ίδια σημεία.
Η ευφυής και σαρωτική σάτιρα είναι, νομίζω, το δυνατό χαρτί της «Ταράτσας». Σε μια εποχή που όλοι τσεκάρουμε διπλά και τριπλά το κάθε τι που θα πούμε ή θα κάνουμε, από τον φόβο μήπως θίξουμε κάποιον, και που η κριτική γενικότερα έχει απαξιωθεί ή περιοριστεί σε συγκεκριμένους διαύλους, είναι αληθινά λυτρωτικό αυτό που γίνεται επί σκηνής Άλσους. Τα κείμενα (από τον Δεληβοριά, τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο και τον Δημήτρη Χριστοφορίδη) περνάνε πριονοκορδέλα την Κυβέρνηση (με τη Λίνα Μενδώνη να έχει, αναμενόμενα, την τιμητική της), την Αντιπολίτευση («Syriza: A Greek Tragedy» τιτλοφορείται ένα από τα σκετς), τους τράπερ και τους λοιπούς σύγχρονους σταρ-γόνους -και όχι μόνο. Με την «κάμερα» να περνά διαδοχικά από γνωστές κινηματογραφικές σκηνές, αλλά και από τηλεοπτικά στούντιο, η ροή παντρεύει ετερόκλητες αναφορές με τρόπο λειτουργικό και συνάμα ανατρεπτικό.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι δύο κυρίως τα πρόσωπα που λάμπουν σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια. Από τη μία η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, που είναι εξαιρετική, και δίνει στην παράσταση μια βαρύτητα -κι ας φαντάζει αδόκιμη η λέξη στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Και από την άλλη ο Θανάσης Αλευράς, ο οποίος είναι πραγματικά το κάτι άλλο. Καταιγιστικός, αστραφτερός, χαμαιλεοντικός· έξοχος από κάθε άποψη. Παρότι δεν συμμερίζομαι τις (λίγες) απαξιωτικές κριτικές που έλαβαν τα τηλεοπτικά Νούμερα, νομίζω ότι μία από τις σημαντικές αστοχίες τους είναι το ότι δεν κατάφεραν -παρά μόνο αποσπασματικά- να αναδείξουν και να αξιοποιήσουν το χάρισμα του ταλαντούχου αυτού κωμικού. Ανάμεσα στα αμέτρητα highlight, κρατάω ως φυλαχτό την απόλυτα ηδονική στιγμή όπου τραγούδησε, ως Άντζελα Δημητρίου, τον στίχο «κι αυτοί που τους ψηφίσανε, να μην ξαναγαμήσουν».
Και μιας και ο λόγος ήρθε στο τραγούδι, δεν θα μπορούσε αυτό να μην παίζει σημαντικό ρόλο στην τρίωρη αυτή παράσταση. Η ιδιαίτερη φροντίδα που έχει δοθεί (και) σε αυτό το κομμάτι γίνεται πρώτα απ’ όλα αισθητή από την παρουσία της έξοχης ορχήστρας: Γιάννης Δίσκος (πνευστά, ενορχηστρώσεις, διεύθυνση ορχήστρας), Σωτήρης Ντούβας (τύμπανα), Λάμπης Κουντουρόγιαννης (κιθάρα, φωνή), Στέλιος Φραγκούς (πλήκτρα, φωνή), Yoel Soto Gonzalez (μπάσο) υφαίνουν έναν ήχο πλούσιο και λεπτομερή. Σημαντική εδώ και η παρουσία της Ρένας Μόρφη, που μπορεί το ίδιο εύκολα να είναι η σταρ της σκηνής, αλλά και μια ταπεινή βοκαλίστρια που υποστηρίζει διακριτικά τους υπόλοιπους ερμηνευτές. Όσο για τον Δεληβοριά, από τα λίγα τραγούδια που ερμηνεύει (“Η Ταράτσα Του Φοίβου”, “Ο Μπάσταρδος Γιος”, “Αυτή Που Περνάει”, “Καλημέρα Νύχτα” μαζί με τη Μόρφη, “Η Κική Κάθε Βράδυ”, “Ο Καθρέφτης”) είναι σαφές ότι διάγει περίοδο ερμηνευτικής ωριμότητας -κάτι που έχει επισημανθεί, άλλωστε, ακόμα και από τους επικριτές του. Σε ό,τι αφορά την θεατρική πλευρά της παρουσίας του, αυτή συνοψίζεται στον ρόλο του ως Λευτέρης Παπαδόπουλος -μια μίμηση η οποία, παρότι χρησιμοποιείται πολλά χρόνια πια, δεν έχει χάσει τη δύναμή της.
Όσο για τους καλεσμένους της συγκεκριμένης βραδιάς, πρόσθεσαν κι αυτοί τη δική τους πινελιά στο ωραίο αποτέλεσμα. Η Ηρώ Σαΐα αποδείχθηκε καλύτερη ερμηνεύτρια απ’ όσο της αναγνωρίζεται συνήθως, και μου άρεσε ιδιαίτερα στο “Όρκος” του Δεληβοριά, ενώ είπε ακόμα τα “Κι Εγώ Η Θάλασσά Σου” (σε στίχους δικούς της και του Ανδρέα Νεοφυτίδη, και μουσική Νεοκλή Νεοφυτίδη) και “Η Προσευχή Της Παρθένου” (Χατζιδάκις/Γκάτσος). Ο Πασχαλίδης είχε κάπως περισσότερο χρόνο δικό του, και, παρά την κάπως άκαμπτη ιδιοσυγκρασία του, κατάφερε ουκ ολίγα: ξεκίνησε με τις “Κακές Συνήθειες” (εύσημα στον Κουντουρόγιαννη που ξεσήκωσε με ακρίβεια τα lick της αρχικής ηχογράφησης), ανέβασε την έφηβη κόρη του στη σκηνή για να πει τη “Μπόσα Νόβα Του Ησαΐα” (το ‘χει η νεαρή), είπε τα “Ξημερώματα” (Λάκης Παπαδόπουλος/Άκος Δασκαλόπουλος), έριξε το σύνθημα «ο Παύλος ζει, τσακίστε τους ναζί» (ήταν η επέτειος της δολοφονίας του Φύσσα), συνέχισε με “Έρωτας Αρχάγγελος” (Λεοντής/Λέντζος) και “Το Καπηλειό” (Χαΐνηδες), και οδήγησε τον όλο θίασο στο κλείσιμο με το “Γεια Σου Χαρά Σου Βενετιά” -ως φόρο τιμής στον Σταύρο Ξαρχάκο, που παρακολουθούσε από το πρώτο τραπέζι. Για τον stand-up κωμικό Θωμά Ζάμπρα, τέλος, ένιωσα ότι, χωρίς να είναι κακός, δεν κατάφερε στο σύντομο πέρασμά του να ενσωματωθεί στο κλίμα της συγκεκριμένης βραδιάς.
Έγραψα τόσα, κι όμως υπάρχουν πολλά ακόμα που θα μπορούσα να αναφέρω από όσα είδα εκείνο το βράδυ στο Άλσος· όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος των spoiler, κι είναι καλύτερα να τα ανακαλύψετε οι ίδιοι. Προλαβαίνετε την τελευταία, αποχαιρετιστήρια παράσταση, σήμερα Τετάρτη 9 Οκτωβρίου, με καλεσμένους-έκπληξη.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που παρακολούθησα στον πολύ ωραίο υπαίθριο χώρο του Άλσους είναι ένα θέαμα που απέχει πολύ -χρονικά οπωσδήποτε, αλλά και από άλλες απόψεις- από την παράσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε από το 2017 έως το 2019 σε μια πραγματική ταράτσα της Ιεράς Οδού. Ό,τι ενδεχομένως λείπει, όμως, από την ενέργεια εκείνου του Big Bang, νιώθω πως αντισταθμίζεται από την εκλέπτυνση και το κούρδισμα που έχει επιφέρει η συσσωρευμένη εμπειρία των βασικών συντελεστών. Δεν υπάρχει «λίπος», δεν υπάρχει «κοιλιά» στο όλο θέαμα· αντίθετα, υπάρχει ποιότητα, σκοπός, χρησιμότητα.
Δεν ξέρω τι σκέφτονται για το μέλλον της Ταράτσας ο Φοίβος Δεληβοριάς και οι συνεργάτες του. Έχουν πολλές φορές ανακοινώσει το οριστικό κλείσιμο αυτού του κύκλου, για να ανακαλέσουν ξανά και ξανά. Νιώθω ότι θα κάνουν καλά αν αφήσουν όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά -κι ακόμα καλύτερα, αν όντως επιστρέψουν, του χρόνου ή έπειτα από μερικά χρόνια, για έναν ακόμα γύρο. Προφανέστατα ξέρουν πολύ καλά πώς να το κάνουν με επιτυχία.
* Όλο το φωτογραφικό υλικό του παρόντος άρθρου ανήκει στον Δημήτρη Μακρή, τον οποίο ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρησή του.