The Boy
@ Velvet Roof (Χοροστάσιον)
07/05/2019
Στο Χοροστάσιο υπάρχει ένα υπέροχο κορίτσι, που πετάει πάνω από ανθρώπους, μπαρ και ηχεία.
Ρούλα - αν διαβάζεις - αυτό το κείμενο είναι για σένα, σαν ένα ακόμα ευχαριστώ! Ξέρεις εσυ.
Την Τρίτη είχαμε πει να πάμε στον Boy, στην ταράτσα. Ήταν η μέρα του παιδιού, η μέρα μας. Η μέρα που κάνουμε το κέφι μας, που βρισκόμαστε όλοι μαζί, που διασκεδάζουμε.
Ο Μιχάλης από το πρωί στο πόδι, να τα προλάβει όλα, δουλειές, σπίτι, σούπερ μάρκετ, ένα-δυο μάστορες. Μετά δουλειά μέχρι αργά, αλλά «θα έρθω φιλε, όσο προλάβω».
Ο Μητσος είχε ματώσει για εκείνο το ρεπό. Για κάθε ρεπό, που όταν το παίρνει το ξοδεύει σε συναυλίες, την Ελένη και σε μας. Ακούραστος.
Εγώ από τις 8 το πρωί στη δουλειά, μέχρι τις 8 το βράδυ. Στριμωγμένα σε ένα μικρό σακίδιο τα ρούχα της ελευθερίας, γρήγορα να αλλάξω να γίνω κάτι που αναγνωρίζω, να πάω να δω τους φίλους μου.
Όπως καταλαβαίνετε, φτάσαμε στην ταράτσα πιο διψασμένοι και από καμένο αμπελώνα στις φωτιές της Καλιφόρνια και τσαλακωμένοι σαν τα πουκάμισα που κοιμάμαι πάνω τους, όταν γυρνάω από τα 12ωρα.
Εμείς, όμως, έχουμε ραψει τη γλυκιά ευθύνη του να προστατεύουμε τα θέλω μας, στο στήθος μας.
Θυμάμαι να φεύγουμε ανάλαφροι, τυχεροί, με ένα άδειο κεφάλι και ένα κάπως μηδενισμένο κοντέρ. Να κάνουμε αγκαλιές για καληνύχτα με τον Μαικ, τον Μητσο, την Ελένη, την Αθηνά και τη Δέσποινα.
Αυτό είναι η μουσική του The Boy. Μια κάθαρση, μια λυτρωτική διαδικασία, κάτι να πιαστείς να κρατηθείς.
Αυτό που συνέβη στο ενδιάμεσο, δεν είμαι ακριβώς σίγουρος ότι έχει πολλή σημασία ή ότι μπορώ να το περιγράψω με λόγια, αξίζει όμως μια προσπάθεια. Δεν ξέρω πώς να το γράψω, ξέρω ότι κάτι ένιωσα όμως.
Εμείς εκεί από νωρίς, από τις 20.00, να πούμε τα νέα μας, να πιούμε τις πρώτες μπίρες, ενώ ο κόσμος όλο και πύκνωνε. Λίγο πριν τις 21.00 η ταράτσα είχε γεμίσει ασφυκτικά. Ήταν λίγο μετά τις 21.00, όταν ο Αλέξανδρος πήρε θέση πίσω από το πιάνο του, έτοιμος να ανάψει το σπίρτο της αναμονής για την συνέχεια.
Ησυχία. Απόλυτη. Όλοι όσοι είμαστε εκεί έχουμε (τουλάχιστον) μια ντουζίνα ψυχολογικά προβλήματα και ξάφνου η φιγούρα του Άλεξ μαγεύει τους πάντες, όλους μας που περιμένουμε να περάσουμε τη διαδικασία της κάθαρσης, μέσα από τα λόγια και τη μουσική του, να περάσουμε το χείλος.
Στο "Απαιτώ" έχω αρχίσει ήδη να αισθάνομαι σαν κιθάρα που την έχουν περάσει στο βύσμα, ο Μήτσος σκύβει στο αυτί μου και μου λέει "Ποτέ δε σου άρεσε ο πόνος που αρέσει σε μένα. - αυτόν τον στίχο δεν μπορώ να τον ξεπεράσω". Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
Στην "Επιχείρηση Αρετή" έχω ήδη αρχίσει να ξυπνάω από τη λήθη, ενώ ο Δημήτρης είναι δίπλα μου, αλλά σίγουρα κάπου αλλού, χωρίς ζακέτα πια, με μάτια που φεγγίζουν μέσα στο σκοτάδι.
Το ίδιο πάθος που μας συνεπαίρνει στα live του The Boy, το ίδιο πάθος μας απομονώνει. Είναι μια τόσο εσωτερική διαδικασία αυτό που συμβαίνει εκείνη την ώρα, που θαρρείς πως είσαι στο μέσο της σκηνής μόνος σου. Δεν είσαι ασφαλής στο φως.
Το "Εμένα η Κόρη μου" είναι ό,τι πιο κοντινό έχω σκεφτεί στο να κάνω παιδιά μια μέρα.
Μετά, σφίχτηκε το στομάχι μου με το "Σ' αγαπάω Να της Λες", τυλιγμένος με ένα σεντόνι μετατραυματικής ωρίμανσης.
"η πουτάνα, η καριόλα, αυτή η πόλη
που κοιμάται και νομίζει ότι σκίζει"
Ο Boy είναι βαθύτατα υπαρξιακός και παράδοξα ρεαλιστής.
Στο "Φιλί" τραγουδούσαν όλοι οι υπόλοιποι, εκτός από εμάς. Εμείς μιλούσαμε με το λύκο.
Στο "Θέλω" φαντάστηκα έναν βρώμικό τοίχο, σε έναν αδιέξοδο δρόμο της Αθήνας, γεμάτο συνθήματα που γυαλίζουν στη νύχτα. Still αδιέξοδο όμως. Να μη με αφήνεις ποτέ μετά θέλω.
Αν θυμάμαι καλά, ακούσαμε το "Θα Θελα το Κορίτσι μου" και το "Δε Θέλω Ποίημα".
Ο Mike ξελαρυγγιάστηκε να ζητάει το "Γιατί Δε Χορεύετε Ρε;" και εγώ το "Κόψε το Χέρι".
Παρένθεση. Το πρωινό της Τρίτης ο καιρός ήταν παράξενος. Ανταλλάσαμε inbox με τον Μήτσο, βυθισμένοι στην αγωνία μήπως ακυρωθεί το live:
- Ζωρζ, εδώ έβγαλε ήλιο.
- Εδώ βρέχει ρε μαλάκα, δεν έχει ήλιο.
- Δεν έχει ήλιο, δεν έχει ήλιο, μόνο φασίστες τουρίστες να τους σπάσουμε στο ξύλο
Ούτε εγώ ούτε ο Mike είχαμε τύχη με τις παραγγελιές μας.
Σε ένα τραγούδι του ο Άλεξ λέει ότι δεν έχει ούτε έναν φίλο που να τον λένε Μήτσο. Αυτό, ξέρετε, δεν είναι αλήθεια. Εκείνο το βράδυ είναι διαφορετικά. Ο δικός μας Μήτσος είναι (πάλι) εκεί, το παρελθόν έχει κατακλύσει την ατμόσφαιρα, ο Μήτσος ζητάει το "Κουστουμάκι", μετά από λίγο ο Boy παίζει τις πρώτες νότες του κομματιού και ο Μιτς δίνει πραγματικές διαστάσεις στην τρέλα. Τραγουδάει όλα τα λόγια σε ένα κομμάτι 10 λεπτών και τραγουδάει με την ψυχή του όλη και η δική μου καρδιά πλημμυρίζει από περηφάνεια. Ο Mike έχει απλώσει το χέρι στον ώμο του και τον κρατάει. Ενωμένοι σε όλο το τραγούδι.
Εκείνη τη στιγμή είχα την αίσθηση ότι το τραγούδι αυτό το παίζει για τον Δημήτρη από το Υπόγειο.
Το τραγούδι αυτό, όπως είπε ο Mike, είναι ένα βιβλίο ολόκληρο που περιγράφει την Αθήνα τα τελευταία 10 χρόνια.
10 λεπτά παρατεταμένης θύμησης. Άκουσα μια φωνή "που είσαι τώρα;" Γύρισα, αλλά δε μου μιλούσε κανείς. Καλύτερα, σκέφτηκα. Πού ήμουν; Δεν είχα την παραμικρή ιδέα.
Το μόνο που μου είχε μείνει ήταν ένα τοπίο, ένα φόντο καθαρό, χωρίς ανθρώπους.
Φεύγοντας μονολογούσα ότι ο Boy έχει πιάσει τον παλμό της γενιάς μας και μας δεσμεύει ολοκληρωτικά σε κάθε έκφρασή του.
Ακριβό δώρο.



