To ypogeio.gr

Album Stories (52)

Turn On The Bright Lights:

Interpol


Turn On The Bright Lights: Review (και η ιστορία που κανείς δε ζήτησε)


Ένας από τους λόγους που ένιωθα ευτυχής όταν κατέβηκα στο Υπόγειο πριν λίγο καιρό, ήταν επειδή επιτέλους θα μπορούσα να μοιραστώ την αστείρευτη αγάπη μου για την αγαπημένη μου μπάντα, τους Interpol... Και τελικά κατέληξα να γεμίζω με περισσότερη χαρά, μαθαίνοντας οτι υπάρχει πολλή αγάπη για τους Νεοϋορκέζους και από άλλα μέλη του Υπογείου, όπως επίσης και οτι δεν είμαι η μόνη που περιμένει να γίνει το θαύμα ξανά και να έρθουν να παίξουν στα μέρη μας. 

Η πρώτη μου συνάντηση με τους Interpol έγινε όταν κάποιος μου έστειλε το "Everything Is Wrong", συνοδευόμενο από μια πολύ ενδιαφέρουσα περιγραφή (που πολύ αργότερα κατάλαβα το νόημα της). Το άκουσα ενθουσιασμένη (μου θύμιζε Arcade Fire και αυτό ήταν απο μόνο του πειστικό), και παράλληλα η περιγραφή ήταν κάπως υποσχόμενη, οπότε πάτησα να ακούσω και άλλα κομμάτια τους απο περιέργεια. Δίπλα από το video clip εμφανιζόντουσαν προτεινόμενες όλες οι μεγάλες επιτυχιές: "My Desire", "PDA", "All The Rage Back Home" κλπ. Κάπως τυχαία, τελικά πάτησα να ακούσω το "Obstacle 1", ε και πάγωσα.

Ήταν το τραγούδι που έπαιζε σε μόνιμη βάση από τα ηχεία του αδερφού μου όταν εγώ ήμουν πολύ μικρή ακόμα. Εγώ όντας μικρή, δε ζητούσα λεπτομέρειες, απλά πήγαινα στο δωμάτιό του και το άκουγα μαζί του με τις ώρες, χωρίς να το βαριέμαι καμία στιγμή. Δε ρωτούσα ποιος και πότε. Θυμάμαι μόνο να κοπανιέμαι και να τραγουδάω τους στίχους με εκείνη τη διάλεκτο που φτιάχναμε όλοι μικροί. «But she can read, she can read she’s bad» να λέει ο Banks, «Μπατσικανρέ μπατσικανρέ σισμπά» να πατάω εγώ απο πάνω (disclaimer: ήμουν 12). Δημοτικό εγώ, και αυτός λύκειο σε μια περίοδο που ήταν πολύ της μόδας η post-punk revival (και η ζώνη-σκακιέρα, τα χαμηλοκάβαλα τζιν, η φράντζα και το skate, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).

Εν πάσει περιπτώση, έπαθα το σοκ που παθαίνει κανείς όταν πέφτει τυχαία πάνω σε ένα τραγούδι που έψαχνε για πολλά χρόνια. 

Αφού έκαψα το repeat στο "My Desire" και όλο το "El Pintor", αναπόφευκτα ανακάλυψα πολύ σύντομα ίσως το καλύτερο album που είχα και έχω ακούσει, το οποίο έχει με μια πρώτη ματιά πολύ αντιθετικό τίτλο από το περιεχόμενο του.
"Turn On The Bright Lights". Το ντεμπούτο των Interpol, που τελικά φαίνεται να γέμισε με σκοτάδι παρά με φως τη ζωή μου. Έχοντας διαβάσει στο Υπόγειο κάποια λόγια για ορισμένα τραγούδια αυτού του album, και έχοντας συζητήσει για αυτή την κυκλοφορία, πλέον νιώθω περιττό να πω το πόση σκοτεινότητα και μελαγχολία μου δημιούργησε. Κάτι παρόμοιο μάλλον συνέβει με όλους μας.

Ούτε που θυμάμαι πόσες φορές άκουσα on repeat αυτό το album. Έχασα το μέτρημα σε κάποιο σημείο. Κατέληξα να κατεβάζω πολλές διαφορετικές live εκτελέσεις των κομματιών (και ιδιαίτερα του "Leif Erikson"), όχι για να κρίνω ποια είναι η καλύτερη, αλλα επειδή όταν άκουγες κάποια live έκδοση του συγκεκριμένου album, ήταν σαν να το άκουγες για πρώτη φορά. Σαν μόλις να το είχες ανακαλύψει.



Το εναρκτήριο κομμάτι του δίσκου, "Untitled", σε βάζει με τον κατάλληλο τρόπο στο κλίμα που πρόκειται να κυριαρχήσει. Ένα συναίσθημα παρόμοιο της χαρμολύπης, συμβιώνει αρμονικά με την αγωνία. Οι στίχοι ίσα που χωράνε σε μια παλάμη χεριού, και ακριβώς αυτή η λιτότητα μαζί με την άψογη κιθάρα και το απαλό μπάσο κάπως κατέληξαν να αποτελούν το καλύτερο intro album που έχω ακούσει. 

Ακολουθεί το "Obstacle 1", που προσωπικά θεωρώ έναν από τους ύμνους της post-punk revival, και πάνω που έχεις πάρει τα πάνω σου με τα δυνατά riffs, έρχεται μια πολύ απότομη πτώση με το "NYC", για να σε μεταφέρει σε μια πολύ ρεαλιστική ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης. 

Το album ηχογραφήθηκε λίγο μετά την κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων, το Νοέμβριο του 2001, και κυκλοφόρησε στις 20 Αυγούστου του 2002. Παρά το γεγονός ότι το "NYC" (όπως και τα υπόλοιπα κομμάτια) είχε γραφτεί πριν τα εν λόγω γεγονότα, τελικά κατέληξε να αντικατροπτίζει απόλυτα –ατμοσφαιρικά και στιχουργικά- μαζί με πολλά κομμάτια του δίσκου το μέλλον της πόλης. Ο Carlos είχε δηλώσει λίγο αργότερα στο Pitchfork: «We were holding the cards to a certain message that was about to become relevant. It’s insane». Το αξιοσημείωτο με το NYC είναι πως  παρόλο που μιλάει για μια πόλη και ανθρώπους που καταρρέουν, καταλήγει στο τέλος να αφήνει μια ελπίδα για ανάκαμψη, με τον Banks να ομολογεί «It's up to me now, turn on the bright lights».. 

Η πτώση συνεχίζεται στο "PDA" με τα συναισθηματικά αδιέξοδα να εκτυλίσσονται υπό την υπόκρουση του άψογου μπάσου του Carlos (σε αυτό το σημείο θέλω να σημειώσω ότι η συμβολή του Carlos Dengler στη μπάντα ήταν μέγιστη, και αν δεν αποχωρούσε το 2010 δε ξέρω αν θα αντέχαμε τα αριστουργήματα που θα ακολουθούσαν. Όμως, υποθέτω, δε θα μάθουμε ποτέ...).

Άν και το "Say Hello To The Angels" δίνει στη συνέχεια λίγο φως μελωδικά, με υπέρτατες ρυθμικές εναλλαγές, το "Hands Away" έρχεται αμέσως για να του το πάρει πίσω, και να επιβάλλει τα σκοτεινά και αγωνιώδη συναισθήματα του. Νιώθω οτι όσο περνάνε τα λεπτά στο "Hands Away", κάπου χάνεις τον έλεγχο από την ένταση του.. σα να έχει μια διαρκή κορύφωση. 

Εν τω μεταξύ οι πολύπλοκες ερωτικές σχέσεις που περιγράφει ο Banks συνεχίζουν στο "Obstacle 2" (το οποίο γράφτηκε πριν από το 1, αλλά οι τίτλοι δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία για τους Νεοϋορκέζους) με τους στίχους να φτάνουν για μια ακόμη φορά στο απόγειο τους. Highlight η απόλυτη ανακούφιση μελωδικά και στιχουργικά όταν πλέον το τραγούδι φτάνει στο τέλος του: «It took time then I found you»... 

Το "Stella Was a Diver And She Was Always Down" που ακολουθεί αποτελεί το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του δίσκου – γεγονός που το κάνει πιο βασανιστικό από οτι ήδη είναι. Στο σημείο αυτό πλέον συνειδητοποιείς με αυτό το track οτι η κατάθλιψη έχει γίνει αναπόσπαστο μέρος αυτού του δίσκου, αλλά αφού έχεις μπει ούτως ή άλλως εδώ και ώρα σε τούτο το τούνελ, είναι κρίμα να μη φτάσεις μέχρι το τέλος. 

Ακολουθεί το "Roland" που αλλάζει εντελώς κλίμα ρυθμικά (ευτυχώς, γιατί μετά τη "Stella" νόμιζα οτι δε θα φτάσουν τα χαρτομάντηλα μέχρι το τέλος του δίσκου) , και το οποίο για κάποιο διάστημα έβρισκα αρκετά αστείο λόγω των στίχων «My best friend is a butcher, he has sixteen knives (...) But they caught him with his case in a public place, that is what we had feared»... Αστείο βέβαια μέχρι να δώσω κάτι παραπάνω από μια επιφανειακή, χαζή ματιά στους στίχους, και να διαβάσω σε κάποιο review οτι ο butcher της υπόθεσης θα μπορούσε με ευκολία να αντικατροπτίζει κάποιον serial killer που κουβαλάει μαχαίρια σε δημόσιο χώρο και φοβίζει τους Νεοϋοερκέζους – κάτι που δεν απέχει και πολύ από τη πραγματικότητα στις ΗΠΑ. Όπως το NYC, πιστεύω οτι τελικά και το "Roland" αντιπροσωπεύει μια ρεαλιστικότατη παράνοια.

Λίγο πριν τη κορύφωση του album, μπαίνει το "The New" για να σφραγίσει ακόμη μια  προβληματική σχέση, και με βαριές ανάσες ο Banks ομολογεί «Guess you could say I gave you my edge» ... 

Φτάνουμε τώρα στο πιο σημαντικό σημείο του δίσκου. Στο επικότατο outro του TOTBL. Στο κομμάτι το οποίο σφράγισε έναν σημαντικότατο δίσκο των 00’s που έδωσε το δικό του μοναδικό στίγμα στη post-punk σκηνήη που γεννιόταν. "Leif Erikson" it is ... και η αλήθεια είναι πως τα λόγια δε θα είναι ποτέ αρκετά για ένα τέτοιο τραγούδι. Ο δίσκος έφτασε στο απόγειο με αυτό το outro, το οποίο σε κάνει πραγματικά να αναρωτιέσαι αν τελικά ο Paul Banks είναι τραγουδιστής ή ποιητής. Μάλλον και τα δύο. 

Her rabid glow is like braille to the night 
She swears I'm a slave to the details
But if your life is such a big joke
Why should I care?
(...) 
She feels that my sentimental side 
Should be held with kids gloves
But she doesn't know 
that I left my urge in the icebox 


 

Θέλοντας και μη, το TOTBL ενεπλάκη με τη πληγωμένη post-11/09 περίοδο στη Νέα Υόρκη, αλλά δε σταμάτησε ποτέ να είναι επίκαιρο, τόσο για την Νέα Υόρκη όσο και για κάθε πνιγμένη πόλη – που απο μια μακρινή ματιά φαντάζει ονειρική. Όταν οι Interpol έγραψαν το 2001 το NYC, ίσως δε φανταζόντουσαν πόσο θα είχε γιγαντωθεί λίγο αργότερα η μοναξιά και το χάος για το οποίο μιλούσανε.

Το album αυτό καταφέρνει να δέσει με απόλυτο τρόπο τους έντονους συναισθηματισμούς του με τις σκοτεινές μελωδίες του. Πολλά αδιέξοδα και απογοητεύσεις λαμβάνουν χώρα εντός του, αλλα στο τέλος, όταν ξαναβλέπεις το τίτλο του album και ξανακούς τον Banks να λέει «It’s up to me know, turn on the bright lights», τελικά το δωμάτιο δε μοιάζει τόσο σκοτεινό. Δε μπορώ να αρνηθώ τη μέγιστη μελαγχολία και θλίψη που δημιουργείται από τη συνολική ατμόσφαιρα του album, όμως με κάποιο τρόπο στο τέλος το νόημα του παραμένει η ελπίδα. Ο Banks καταφέρνει να την υπονοήσει σε πολλά σημεία, και κυρίως στο τίτλο. Παρά τα σκαμπανεβάσματα, είναι όντως πια καιρός ο πρωταγωνιστής του TOTBL να δράσει και να βρει την έξοδο από όλον αυτόν τον λαβύρινθο.

Όταν παθαίνεις εμμονή με ένα κομμάτι ή με ένα album, και το ακούς όλη μέρα, κάθε μερά για αρκετό διάστημα, νιώθω οτι είναι οριακά αναπόφευκτο να το βαρεθείς σε κάποιο σημείο. Αυτό δεν έγινε ποτέ με εμένα και το TOTBL, παρόλο που το έλιωσα. Ακόμα το λιώνω δηλαδή. Βέβαια, περνάνε διαστήματα που μπορεί και να το ξεχνάω τελείως, αρκεί όμως ένα κουβάρι από σκοτεινές σκέψεις για να με επαναφέρει στο καταφύγιο του TOTBL. Καταφύγιο επειδή κάνει τη θλίψη να φαίνεται όμορφη και κινηματογραφική.

 

Σχετικα Αρθρα
ypogeio.gr
Album Stories (66):
The Car
Arctic Monkeys
(15/07/2023)
ypogeio.gr
Album Stories (65):
Unplugged in New York
Nirvana
(06/12/2022)
ypogeio.gr
Album Stories (48):
The Wall
Pink Floyd
(30/11/2019)
ypogeio.gr
The Song Diaries (89)
The Boy
Κουστουμάκι [revisited]
(06/12/2019)
Χρησιμοποιούμε cookies μόνο για στατιστικούς λόγους (google analytics). Δεν συλλέγουμε κανένα προσωπικό δεδομένο.
ΕΝΤΑΞΕΙ