Album Stories (60)
Whatever People Say I Am, That's What I'm Not
Arctic Monkeys [revisited by Tasos Zannis]
Όταν αγόρασα το βινύλιο πριν χρόνια, πόζαρα σαν άλλος… Παπαμιχαήλ
“I'm me and nobody else; and whatever people think I am or say I am, that's what I'm not, because they don't know a bloody thing about me.”
Saturday Night and Sunday Morning (1960)
Ο Arthur Seaton απεχθάνεται την άχρωμη ζωή των ανθρώπων γύρω του στο Νότιγχαμ. Δουλεύει σε μηχανουργείο και τα λεφτά που βγάζει τα ξοδεύει στα ποτά. Το παν για τον Arthur είναι να περνάει καλά και να μην σκέφτεται “τι θα πει ο κόσμος”. Έχει αδυναμίες στις γυναίκες και καταλήγει να μπλέκεται ανάμεσα σε δύο. Δεν χάνει το στυλ του. Προσπαθεί να τα βγάλει πέρα. Άλλωστε, το μόνο που ήθελε ήταν να πίνει και να περνάει καλά.
Το "Saturday Night and Sunday Morning" του Karel Reisz αποτελεί μια από τις πρώτες ταινίες του Βρετανικού Νέου Κύματος που βασίζονται στον Ρεαλισμό του Νεροχύτη (kitchen sink realism), οι οποίες εστιάζουν στην καθημερινή βιοπάλη της εργατικής τάξης.
Ο Alex Turner είδε την ταινία και ένιωσε ότι οι ιστορίες της ταίριαζαν στο μοτίβο των στίχων του για το nightlife στο Σέφιλντ. Ταυτίστηκε τόσο που χρησιμοποίησε μια ατάκα από έναν μονόλογο του Arthur. “Whatever people say I am, that’s what I’m not”. Ένιωθε πως ήταν η καλύτερη περιγραφή για τους Arctic Monkeys στο ξεκίνημά τους. Τόσο για τις ιστορίες που περιγράφουν οι στίχοι του, όσο και για το hype που υπήρχε γύρω από το όνομά της μπάντας στα ξεκινήματα.
Πάει καιρός που έχω να γράψω κάτι για τους Monkeys. Όσοι με ξέρουν και με έχουν ζήσει ανά περιόδους, έχουν καταλάβει τι τρέλα κουβαλάω χρόνια τώρα με αυτή την μπάντα. Μέσα από το Arctic Monkeys Greece το κρατούσα ζωντανό όσο μπορούσα από το 2014, αλλά τα τελευταία χρόνια έχασα το hype. Δεν βοήθησαν και τα αγόρια βέβαια. Έριξαν την βόμβα του "AM" το 2013, μας είχαν στο περίμενε για 5 χρόνια και μετά το "Tranquility" (2018) μπήκαμε πάλι στην αναμονή μέχρι… μάλλον φέτος.
Επιστρέφω σήμερα στον Πλανήτη Monkeys για να επισκεφτώ ξανά το εμβληματικό “Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not” που πριν λίγες μέρες έκλεισε 16 χρόνια κυκλοφορίας (23/1/2006). Ναι, εκείνη τη δισκάρα που έχει εξώφυλλο αυτόν που μοιάζει με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ.
Το 2018 είχα γράψει το original album story εδώ στο Υπόγειο - check here.
4 χρόνια αργότερα, πιο κοντά στα 30 μου από ότι στα 20 πλέον, επιστρέφω στο “Whatever” για να ζήσω ξανά την ιστορία με τις μπύρες, τα τσιγάρα και τη γυναίκα που βάζει φωτιές στα dancefloors. Αλλά και για να αναφερθώ σε κάτι που με ταλανίζει τον τελευταίο καιρό (μέσα μου) και εδώ και χρόνια (γύρω μου): “Σάββατο βράδυ, καύλα. Κυριακή πρωί, τι;”.
Οι Arctic Monkeys δεν έσωσαν το rock ‘n’ roll με το debut album τους το 2006, αλλά του χάρισαν σαφώς μια αναζωογονητική πινελιά. Ο Alex και η παρέα του αναγκάστηκαν από τις αρχές να ζουν με το βάρος των προσδοκιών από τα βρετανικά media. “The Generation’s Most Important Band”. Το NME πρώτο στη λίστα φυσικά, που τους τιτλοφορούσε επίσης ως τη Σπουδαιότερη Μπάντα Από Την Εποχή των Oasis. Κι όμως, οι Monkeys δεν ήθελαν να δώσουν σημασία στα αποθεωτικά reviews κι έτσι, με τον τρόπο τους, κατάφεραν να… σκοτώσουν το NME. Και το απέδειξαν με σπόντες στο "Perhaps Vampires Is A Bit Strong But..." (όπου “Vampires”, τα μεγαλοαφεντικά των δισκογραφικών - πάνε και εκεί οι σπόντες).
“Cause all you people are vampires
And all your stories are stale
And though you pretend to stand by us
I know you're certain we'll fail”
Στις αρχές, στις πολύ αρχές, μετά από κάθε gig τους στο Σέφιλντ, έδιναν δωρεάν σε CD το ανεπίσημο demo τους ("Beneath The Boardwalk", 2004). Μετά στήθηκε το fanbase στο MySpace, με πρωτοπόρο τον Mark Bull (είχε φτιάξει ένα ερασιτεχνικό φιλμ για τους Monkeys που κατέληξε να γίνει το official video του “Fake Tales Of San Francisco”), ο οποίος ανέλαβε να ανεβάσει τα τραγούδια τους, αμέσως οι Monkeys έγιναν talk of the town και απέρριψαν μεγάλες δισκογραφικές για να υπογράψουν στην ανεξάρτητη Domino.
"We're Arctic Monkeys and this is 'I Bet You Look Good on the Dancefloor' - don't believe the hype". Έτσι ξεκινούν όλα. Από το πρώτο single τους, τον Οκτώβρη του 2005. Και συνέχισαν στο ίδιο στυλ, με ανεξάντλητη την καύλα της νιότης, φτιάχνοντας ατελείωτα πάρτι με χαμηλά φώτα και δυνατές μουσικές.
Μουσικές με στίχους επιδέξια σαρκαστικούς, που μιλούν για βραδιές ποτισμένες με απόκοσμα αρώματα και σπινθηροβόλα βλέμματα, βραδιές που μια όμορφη κοπέλα στο μπαρ χαμογελάει και περνούν πολλά απ’ το μυαλό σου, βραδιές γεμάτες αυθορμητισμό και έρωτα.
“Everybody's trying to crack the jokes and that to make you smile
Those that claim that they're not showing off are drowning in denial
But they're not half as bad as me say anything and I'll agree
'Cause when it comes to acting up, I'm sure I could write the book”
("You Probably Couldn't See For The Lights But You Were Staring Straight At Me")
“The lights are flashing
Down in here tonight
And some might exchange a glance
But keep pretending to dance
But don't act like it's not happening
As if it's impolite
To go and mention your name
Instead you'll just do the same
As they all do, and hope for the best”
(“Dancing Shoes”)
Καψούρης Alex Turner στα 19 του (πιθανότατα να τα έγραψε το 2005). Χειμαρρώδης.
Το “Whatever” περιέχει, όμως, και ιστορίες ανικανοποίητων συναισθημάτων. Σαν την παρακάτω.
Μπαίνεις μόνος και αμέριμνος στο μπαρ, απελπισμένος για ενδιαφέρον. Τη βλέπεις εκεί στην άκρη με τις φίλες της. Πίνει το τζιν της. Σε καρφώνει με τα μάτια κι εσύ κοζάρεις το διχτυωτό της φόρεμα. Την πλησιάζεις. Της μιλάς για σένα. Σου μιλάει για εκείνη. Την κερνάς και δεύτερο, και τρίτο τζιν. Ακολούθησαν σφηνάκια. Χαλαρώνει. Περνούν 5 ώρες και είστε ακόμα εκεί. Οι χαμηλοί φωτισμοί και οι καπνοί παραπλανούν. Φεύγετε και πάτε στο σπίτι της. Να κρατήσετε ζωντανή την καύλα, να ζήσετε τα απωθημένα. Την ξαπλώνεις κι αρχίζεις να τη φιλάς, γρήγορα, έντονα. Εσύ, για λίγο, την θεωρείς υποψήφια πριγκίπισσα στον δικό σου μικρόκοσμο. Εκείνη, για λίγο, νιώθει ποθητή, μετά από καιρό. Όλα για λίγο, για μια στιγμή, για ένα βράδυ. Και οι δύο χαμένοι στις σκέψεις σας, παρασυρόμενοι από τη γεύση του τζιν στο στόμα. Και οι δύο, άνθρωποι αταίριαστοι, άνθρωποι που γυρνούσατε σε δρόμους μοναχικούς, πίνοντας και καπνίζοντας τις ανάγκες σας σε μερακλωμένα βράδια. Και οι δύο, ψυχές ευαίσθητες κι ευάλωτες, που αφέθηκαν κι εκείνες στην τρέλα της στιγμής.
Ήταν Σάββατο βράδυ. Ξημέρωσε Κυριακή.
Ξυπνάτε με ένα κεφάλι καζάνι. Η παραζάλη απ’ το ποτό, η παραπλάνηση των λέξεων. Τα σώματα γδύνονται κάτω από τα μυστηριώδη φώτα της νύχτας. Τα σώματα όμως μόνο, όχι οι ψυχές. Κοιτάζεστε και καταλαβαίνετε ότι δεν αισθάνεστε το παραμικρό ο ένας για τον άλλον. Δεν βγάζει πια τίποτα νόημα από όσα είπατε χτες. Παίρνει ο καθένας τον δρόμο του. Μέχρι να βρεθεί μια καρδιά να κουμπώσει με τη δική σου.
Last night what we talked about
It made so much sense
But now the haze has ascended
It don't make no sense anymore
("From The Ritz To The Rubble")
Το “Whatever People Say I Am, That’s What I’m Not” είναι το δικό μου λιμάνι. Είναι το λιμάνι στο οποίο θα γυρίζω στα 30 μου, στα 40 μου, στα 50 μου και θα θυμάμαι τις σκέψεις, τις αγωνίες, τις τρέλες και τους φόβους μου. Θα θυμάμαι ότι (δεν) έζησα τη ζωή που ήθελα τότε. Τότε που οι εποχές ήταν ακόμα αθώες κι εγώ άβγαλτος και χαμένος. Ήταν 23 Ιανουαρίου του 2006 και ένα ονειρεμένο ταξίδι είχε ξεκινήσει για τα τέσσερα αγόρια από το Σέφιλντ.
Οι Monkeys απέδειξαν πως δεν χρειάζεται πάντα να έχεις καλές δημόσιες σχέσεις και πρωτοσέλιδα σε περιοδικά για να χτυπήσεις κορυφή στα charts. Αρκεί το πηγαίο ταλέντο, το μεράκι και η καύλα της νιότης. Μάλλον έπρεπε να πιστέψουμε το hype εξ αρχής.
Άκου ολόκληρο το άλμπουμ εδώ:
Bonus 1: Τα References
- “He talks of San Francisco, he's from Hunter's Bar” (“Fake Tales of San Francisco”): Το Hunter’s Bar είναι κυκλικός κόμβος στο Σέφιλντ.
- ”I said, "It's High Green, mate, via Hillsborough, please!" (“Red Light Indicates Doors Are Secured”): Το High Green είναι προάστιο του Σέφιλντ και αποτελεί την έδρα των Monkeys.
- “Well, now then, mardy bum. I've seen your frown and it's like looking down the barrel of a gun” (“Mardy Bum”): Η λέξη “mardy” είναι αργκό που χρησιμοποιούν στο Yorkshire και σημαίνει κακόκεφος, γκρινιάρης, μουτρωμένος.
- "Your name isn't Rio but I don't care for sand” - “Oh, there ain't no love, no Montagues or Capulets” (“I Bet You Look Good on the Dancefloor”): Αναφορά στο “Rio” των Duran Duran (1982) και στις διαμάχες από το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” του Σαίξπηρ.
- “And I've seen him with girls of the night, and he told Roxanne to put on her red light” (“When The Sun Goes Down”): Αναφορά στο debut single των Police, “Roxanne”, το 1978.
-”And oh, I'm so tense, never tenser, could all go a bit Frank Spencer” (“You Probably Couldn’t See for the Lights But You Were Staring Straight at Me”): Ο Frank Spencer είναι χαρακτήρας από το βρετανικό sitcom “Some Mothers Do 'Ave 'Em (1973).
Bonus 2: “I said he's a scumbag, don't you know?”
Είναι νύχτα. Έχεις βγει για μια βόλτα. Κυκλοφορείς στις γειτονιές του Σέφιλντ και βλέπεις μια κοπέλα να περπατάει μόνη της στον δρόμο. Είναι ιερόδουλη και ψάχνει για πελάτες. Εμφανίζεται ο “scummy man” ή αλλιώς, ο αλήτης, ο λεχρίτης. Έτσι τον ονομάζει ο Turner γιατί τον θεωρεί ένα σίχαμα που συμπεριφέρεται στις γυναίκες λες και είναι μια μορφή ιδιοκτησίας. Αυτός ο αλήτης λοιπόν, έρχεται με το Ford Mondeo του και την βάζει μέσα. Εκείνη ξεφυσάει. Είναι χαρούμενη που τον βλέπει. Είναι χαρούμενη που επιτέλους έπιασε κάποιον πελάτη γιατί είχε παγώσει έξω στο κρύο όσο περίμενε. Δεν φορούσε και κάτι της προκοπής – μόνο πρόστυχα ρούχα που εξάπτουν τη φαντασία των αντρών. Αυτός ο αλήτης όμως, δεν έχει και τις καλύτερες προθέσεις. Ο Turner ελπίζει πως η κοπέλα δεν θα αποτελέσει άλλο ένα πιόνι στο καλοστημένο του παιχνίδι. Γιατί, σε τελική φάση, ο Turner πιστεύει πως αξίζει κάτι καλύτερο από αυτόν.
Το Music Video του “When The Sun Goes Down” είναι σκηνοθετημένο από τον Paul Fraser και είναι βασισμένο στην μίνι-ταινία ‘Scummy Man’ (αυτήν την ονομασία είχε και στα ξεκινήματα το τραγούδι), η οποία ακολουθεί πιστά τους στίχους του τραγουδιού.