26 χρόνια Interpol:
Ο χρόνος δεν συγχωρεί,
μα η αγάπη τους οδηγεί πίσω
Οι δύο γράφοντες γνωρίστηκαν μέσω των Interpol, βάσισαν τεράστιο ποσοστό των συζητήσεων πάνω τους, πέρασαν ώρες και μέρες ακούγοντάς τους, και αυτό το κείμενο που πέρασε από τόσα κύματα και δυσμενείς συγκυρίες, πλέον δεν είναι απλά μια ιδέα και η ανάγκη να υπάρξει έχει εκπληρωθεί. Με την παρούσα κατάθεση, η αγαπημένη τους punk μπάντα ενώνει όλες αυτές τις σκόρπιες λέξεις που έψαχναν μια θέση στον κόσμο. Και είθε τα σώματά τους να παραμείνουν.
Έχει κάποιο ενδιαφέρον το πώς βρεθήκαμε πραγματικά εδώ... Αυτό που θα διαβάσετε πηγάζει από μια ιδέα – ή μάλλον ανάγκη – που μπήκε στα κεφάλια των γραφόντων τις σκοτεινές εποχές της καραντίνας, σε μια περίοδο που οι εξωτερικές συνθήκες ωρίμασαν την συσσωρευμένη αγάπη τους για τους Interpol, έτσι ώστε να θελήσουν να καταθέσουν για χάρη της μια είδους εξομολόγηση. Η ωρίμανση σαν έννοια και συνθήκη όμως δεν αρκούσε, και η επαναφορά στην κανονικότητα την κράτησε στα στάδια της ιδέας, μέχρι την ανακοίνωση της εμφάνισης τους στο Release Festival (23/6). Τότε η ιδέα έγινε ανάγκη – μια ανάγκη που πέρασε από πολλά κύματα μέχρι να φτάσει σε αυτό που θα διαβάσετε.
Το κείμενο αυτό το καταθέτουν με πολλή αγάπη και αμέτρητες ώρες ακροάσεων και ίσως αυτό είναι ό,τι χρειάζεται να ξέρετε πριν συνεχίσετε. Να σημειώσουμε, πάντως, πως όλα είναι εντελώς υποκειμενικά.
Πίσω στις αρχές των 00s, με σταυροδρόμι την Νέα Υόρκη, η ιστορία της punk όπως ξεκίνησε κάποτε από τους Sex Pistols και έπειτα από τους Joy Division, θα περάσει από κάμποσα κύματα για να φτάσει ίσως στην τελευταία αναβίωση της από έναν ευρύ αριθμό συγκροτημάτων που θα σταθεί κάτω από το «post-punk revival». Τα ονόματα αυτής της τελευταίας αναλαμπής της ροκ θα ξεκινήσουν από τοπικές σκηνές, για να φτάσουν σχετικά γρήγορα σε μια παγκόσμια επιτυχία που θα γράψει την δική της ιστορία. Σε αυτήν λοιπόν την ιστορία θα ξεχωρίσουμε ένα τετραμελές τότε σχήμα, το οποίο αναγνωρίζουμε ότι δεν προσπάθησε να γίνει πρωτοπόρο ούτε να επιδιώξει μια επαναστατική κατεύθυνση, όμως αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα σημεία του κινήματος των 00s, με έναν χαρακτηριστικό νεανικό παλμό που μεταφράστηκε σε μοναδικές και αμιγώς ζοφερές μελωδικές φωτοσκιάσεις, κι ένα ξεχωριστό προσωπικό στυλ συνοδευόμενο από μια αρκετά κυριλέ - αντιφατική επιλογή ένδυσης.
Οι Interpol ξεκίνησαν με τους Paul Banks, Samuel Fogarino, Daniel Kessler και Carlos Dengler, για να συνεχίσουν το 2014 ως έχουν, χωρίς τον τελευταίο.
Turn On The Bright Lights (2002) – Βαγγέλης & Μίρκα
Η πρώτη μας σκέψη όσον αφορά το "Turn On The Bright Lights" ήταν απλά να πετάξουμε δύο links με τις προσωπικές μας καταθέσεις εδώ στο Υπόγειο πάνω στο συγκεκριμένο αριστούργημα και να πούμε "διαβάστε τα και αφήστε μας ήσυχους". Ωστόσο δεν θα ήταν δίκαιο να φορτωθείτε με έξτρα δουλειά για το σπίτι και αυτό που διαβάζετε είναι κάτι ξεχωριστό, από άποψη δουλειάς, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο (btw τα links είναι εδώ και εδώ).
Ας συνεχίσουμε.
Μέσα στο όλο κλίμα τρόμου και θλίψης που σκόρπισε η επίθεση στους Διδύμους Πύργους και με τους ίδιους τους Interpol βαθύτατα σοκαρισμένους από το συμβάν, ως γνήσια παιδιά της Νέας Υόρκης, συνδυασμένο με τις προσωπικές αγωνίες τους, θα κυκλοφορήσει στις 19 & 20 Αυγούστου του 2002 το "Turn On The Bright Lights". Για τις ανάγκες του άλμπουμ, θα κλειστούν σε ένα σπίτι στο Connecticut και μετά από μήνες με πολλές αναποδιές κι εντάσεις μεταξύ τους, ενώ όλα είναι εναντίον τους, θα τα καταφέρουν και το αποτέλεσμα θα είναι πολύ ανώτερο των προσδοκιών τους. Μιλάμε για ένα άλμπουμ - ορόσημο της post punk revival σκηνής, με παγκόσμια αναγνώριση της αξίας του ακόμα και από τους δυσκολότερους κριτές, παραμονή για 73 εβδομάδες στο Billboard Independent Albums κι 1 εκατομμύριο πωλήσεις μέχρι το 2017, ενώ στο τέλος της χρονιάς το άλμπουμ φιγούραρε ψηλά σε πολλές λίστες άλμπουμ της χρονιάς και μετέπειτα σε λίστες άλμπουμ της δεκαετίας.
Αργότερα, ο Paul Banks, μιλώντας στο Vice, θα παραδεχτεί ότι ήταν εξαιρετικά επίπονη διαδικασία η δημιουργία του, δεδομένου του ότι η μπάντα ιδρύθηκε το 1997. Ωστόσο, το αποτέλεσμα, στο οποίο διακρίνονται αρκετές επιρροές από παλιότερα είδωλα της post-punk σκηνής κι όχι μόνο, όπως οι Joy Division, Bloody Valentine, Cure και Chameleons, θα αποτελέσει επιρροή για πολλές μελλοντικές μπάντες, βλ. Editors, Killers, The xx και άλλους.
Ο δίσκος αυτός είναι ενδεχομένως μια παγίδα σε σχέση με τον συνειρμό που μπορεί κανείς να κάνει διαβάζοντας τον τίτλο του, μιας και η ουσία μπορεί να εντοπίζεται μεν στην τελευταία σπίθα αισιοδοξίας και την απόφαση κάποιου είδους ανάδυσης από τον (κοινωνικό/προσωπικό) βυθό, όμως ο δρόμος μέχρι τα δύο αυτά σημεία είναι ένας απόλυτος (μα γνώριμος) κυκεώνας. Αν υπάρχει ένα σημείο σε όλο το album το οποίο επιβεβαιώνει τον προηγούμενο ισχυρισμό, αυτό είναι το outro του "PDA", το οποίο ομοιάζει με το καθαρτήριο στη Κόλαση του Δάντη, εκεί όπου οι βασανισμένες ψυχές τούτου του τόπου εξαγνίζονται, προτού βρεθούν αντιμέτωπες με την μοίρα τους. Εξάλλου στο "TOTBL", ο καθένας μπορεί να βρει το προσωπικό ταξίδι του, και ο προορισμός διαφέρει. Γεμάτος από θερμά καλωσορίσματα και πικρά αντίο, αυτός ο δίσκος αναβλύζει κραυγές αγωνίας, μα συνάμα και το ένστικτο επιβίωσης που υπαγορεύει την αναζήτηση στηριγμάτων για να σταθούμε στο ανάστημα μας.
Είναι όλα εκεί από το «She puts the weights into my little heart» και το «Trying to detect you when I’m sleeping / In a wave you say goodbye» έως το «It’s up to me now, turn on the brights lights» και το «She says brief things, her love’s a pony / My love’s subliminal».
Αυτό το album είναι ένα μαγικό ταξίδι στην ολότητα του.
Antics (2004) – Βαγγέλης
Rosemary, heaven restores you in life (ή αλλιώς, πώς ένιωσα όταν ανακοινώθηκαν).
Η επιτυχία του "Turn On The Bright Lights" πλέον έχει διαδοθεί πέρα από τα ερείπια της μετά τις 11/9 Νέας Υόρκης, όταν οι Interpol, καλούμενοι να διαχειριστούν όλα αυτά, μπαίνουν στο στούντιο για να ετοιμάσουν νέο άλμπουμ, "ποτισμένο με αίμα και ιδρώτα" κατά τα λεγόμενα του frontman, Paul Banks, ο οποίος σε συνέντευξή του το 2018 θα την χαρακτηρίσει ως την αγαπημένη του δουλειά με τους Interpol. Το αποτέλεσμα, με τίτλο "Antics", θα έχει εξαιρετική ανταπόκριση, χτυπώντας υψηλές πτήσεις στα αμερικανικά και βρετανικά τσαρτς (#15 και #21 αντίστοιχα) και πουλώντας 488 χιλιάδες αντίτυπα στις ΗΠΑ, ενώ το 2009 έγινε χρυσό. Επίσης, η θεματολογία του άλμπουμ, καθώς και οι τίτλοι/στίχοι αρκετών κομματιών, κυμαίνονται γύρω από την θάλασσα, ταξίδια σε αυτήν, καθώς και κώδικες φράσεις ναυτικών, η έμπνευση των οποίων αντλείται από την σειρά βιβλίων Illuminatus! που επίσης αποτελεί τρομερή πηγή έμπνευσης για αρκετά κομμάτια του TOTBL.
Και μιας και μιλήσαμε για το προηγούμενο άλμπουμ…
Το Antics δεν είναι το TOTBL. Σε καμία περίπτωση. Θα μπορούσε να είναι ένα θεωρητικά πιο απαλό προοίμιο του (και κάπως έτσι το συστήνω σε όσους βουτήξουν στον κόσμο των Interpol), αλλά γράφτηκε μετά από το TOTBL. Ωστόσο, θα το αδικούσαμε τρομερά πολύ αν μέναμε σε αυτό, καθώς μιλάμε για ένα φρέσκο, αριστουργηματικό άλμπουμ με όλη την ορμή που τους διακατέχει και δημιουργήθηκε με την επιτυχία του TOTBL να ξεδιπλώνεται πάνω του και να μας δίνει άρτια κομμάτια, όπως το ίσως μεγαλύτερο "εμπορικό" hit τους μαζί με το -μεταγενέστερο- "Rest My Chemistry", "Evil", καθώς και τα "C'mere" και "Slow Hands" που δίνουν τρομερή ενέργεια που έλειπε από το πιο βαρύ TOTBL. Παρ'όλα αυτά, υπάρχει και το ίσως πιο υποτιμημένο κομμάτι τους σε όλη την δισκογραφία κατά την ταπεινή μου γνώμη, το "Public Pervert", το οποίο μαζί με το "Take You On A Cruise" δίνουν το απαραίτητο βαρύ, μελαγχολικό τόνο που χαρακτηρίζει κάθε δουλειά τους και δεν θα κουραστώ ποτέ να τα εξυμνώ τόσο μουσικά, όσο και στιχουργικά ως δύο από τις μεγαλύτερες στιγμές τους, όπου η ρομαντική ιδιοφυΐα τους φτάνει σε κορύφωση. Κάπου εδώ δεν θα παραβλέψω να αναφέρω το ενθουσιώδες ξεκίνημα του αλμπουμ, το "Next Exit", το οποίο μας παίρνει μαζί του στο ταξίδι του Antics και δίνει έναν τόνο γλυκιάς ανυπομονησίας, το γύρω-γύρω όλοι μουσικά "NARC", καθώς και το πανέμορφα δυναμικό "Not Even Jail". Όσον αφορά τα δύο τελευταία κομμάτια, τα "Length of Love" και "A Time To Be Small", παραμένουν εξαιρετικά, αλλά όχι αρκετά για να κάνουν το αριστουργηματικά και συνάμα γλυκόπικρα πανέμορφο Antics ανώτερο του πλήρους προκατόχου τους. Και αυτή μέλλει να είναι η κατάρα που θα κυνηγάει τους Interpol στην υπόλοιπη καριέρα τους.
Our Love To Admire (2007) - Μίρκα
Σε μια ημερολογιακή μετάβαση στην ενηλικίωση, αυτό το album ήταν το πρώτο CD που έλαβα δώρο έναν κάποτε βροχερό Δεκέμβρη που έκλεισα τα 18. Όσα ερεθίσματα κι αν έχει πάρει το εφηβικό αυτί από Joy Division, Chameleons και Strokes, η εισχώρηση στο μουσικό σύμπαν των Interpol παραμένει για εμένα μια μοναδική εμπειρία χωρίς γυρισμό, για λόγους που αφορούν κυρίως τον τρόπο πραγμάτωσης του συναισθήματος σε μουσική αλλά και για άλλους που θα αναφερθούν παρακάτω.
Μετά το ντεμπούτο τους το 2001, η δεκαετία των 00s θα συνεχίσει για τους Interpol απαριθμώντας σχεδόν «ισάξιες» κυκλοφορίες, που σημαίνει ότι η σχετική αλλαγή στον ήχο δεν θα εμφανιστεί πριν το "Marauder", ή το "The Other Side Of Make-Believe" για τους πιο αυστηρούς. (Το EP "Fine Mess" είναι μια κατηγορία μόνο του, θα συμφωνήσουμε από κοινού με τον Βαγγέλη να το ορίσουμε ως αποτυχημένο πειραματισμό). Αντιτάσσομαι πλήρως στις κριτικές που θέλουν σχεδόν όλες τις κυκλοφορίες μετά το ντεμπούτο τους και έως το ομότιτλο του 2010 μέτριες ή κορεσμένες. Θεωρώ μοναδική και άξια κάθε στιγμή τους και μια τέτοια στιγμή είναι και το "Our Love To Admire".
Το καλοκαίρι του 2006, το μεγάλο όνομα της ανεξάρτητης Matador που μόλις με δύο album έχει πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο στην αθώα εποχή άνθισης του post-punk revival, με αισιόδοξη διάθεση και μεγαλόπνοα σχέδια υπογράφει στην πολυεθνική Capitol Records, στην οποία θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2007 το "Our Love To Admire". Μια δισκογραφική που βέβαια θα αποδειχθεί στη πορεία μια κακή περιπέτεια ή ορθότερα ένα σπίτι χωρίς σκεπή.
Όπως γράφει ο Βαγγέλης παραπάνω, το "Antics" που έχει κυκλοφορήσει τρία χρόνια πριν έχει δώσει την τρομερή ενέργεια που «λείπει» από το σκοτεινό TOTBL. Το "Our Love To Admire" θα συνεχίσω εγώ, δημιουργεί ένα κράμα με όλα τα στοιχεία των δύο προηγούμενων album, ακροβατώντας μεταξύ χαράς και σκοτοδίνης, αλλά διατηρώντας σταθερά τις αχτίδες φωτός που ξεπροβάλλουν μέσα στο συμπαγές μαύρο που κάποτε ήταν σταθερά για τους περισσότερους προκάτοχους του είδους. Η συνταγή μπορεί μεν να είναι οικεία σε κάποια μέρη της, αλλά επ’ουδενί απογοητευτική. Εδώ, μέσα σε αυτά τα 52 λεπτά του δίσκου, εντοπίζεται ίσως η απόλυτη στιγμή λύτρωσης του ερωτευμένου με το ύφος των Interpol ακροατή.
Όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε δίσκο τους, έτσι κι σε αυτόν η επιλογή του intro και του outro φροντίζουν τόσο μια ψυχρή, δραματική όμως ουσιώδης εισαγωγή, όσο και ένα γλυκόπικρο επίλογο για να σου θυμίσει την εξιλέωση που δεν έρχεται όταν δεν την αρπάζεις καταναγκαστικά από το χέρι. Πέρα από την συνολική τεχνική αρτιότητα, την κατανυκτική φωνή του Banks και ένα σύμπαν κουμπωμένο με εμμονές, συναισθηματικές αταξίες και έρωτες, ίσως να ξεχωρίσουμε εντός αυτής ιδιαίτερης συνταγής new wave/ post punk ένα καταπληκτικό τελευταίο τέταρτο που επισφραγίζει θλιβερώς λυτρωτικά τον δίσκο. Από το αθεράπευτα ρομαντικό "Wrecking Ball" μέχρι την μακρόσυρτη μελαγχολία πίσω από το "The Lighthouse" και το "Mind Over Time".
Interpol (2010) – Μίρκα
Με την έναρξη της νέας δεκαετίας, οι Interpol επιστρέφουν στο καταφύγιο της ανεξάρτητης Matador, από όπου ξεκίνησαν και αναδείχθηκαν δηλαδή, κυκλοφορώντας τον τελευταίο τους δίσκο μαζί με τον Carlos Dengler, ο οποίος θα αποχωρήσει ευθύς μετά το τέλος των ηχογραφήσεων. Αυτή η απώλεια θα γίνει προφανώς αισθητή με πολλούς τρόπους, κι αυτό επειδή ο Carlos D. ήταν ένα πρόσωπο που υμνήθηκε ιδιαίτερα από τον χώρο της μουσικής, και τείνουμε πολλοί να σιγομουρμουράμε συνέχεια ότι αυτό που έφτιαξαν και έγιναν οι Interpol δεν θα ήταν σε καμία περίπτωση το ίδιο χωρίς τη συμβολή του εν λόγω μπασίστα.
Οι λόγοι της αποχώρησης αφορούν σε ένα σημαντικό μέρος και τους λόγους για τους οποίους οι κριτικές αυτού του δίσκου είναι από κακές έως πικρόχολες: το αδιέξοδο του καλλιτέχνη, η αδυναμία διαχείρισης της δόξας, η έλλειψη οίστρου και παραγωγικότητας, η επαναληψιμότητα, και μάλλον η σοφή και έγκαιρη διαπίστωση ότι κάποιος κύκλος έκλεισε.
Η δυσανασχέτηση με την βιομηχανία της μουσικής δεν καταβροχθίζει μόνο τον κατατάλλα κυκλοθυμικό και ιδιαίτερο Carlos. Αφορά και επηρεάζει άμεσα όλα τα μέλη (σαφώς δεν είναι η πρώτη φορά που γίνεται αυτή η συζήτηση στον χώρο της μουσικής – αντίθετα, θα έλεγε κανείς "πες μας κάτι καινούργιο"). Εδώ πάντως το συναίσθημα δεν αναλύεται μονόπλευρα. Κάποιος επιλέγει τον σφριγηλό δρόμο της αλλαγής, ενώ κάποιος άλλος επιμένει στο μονοπάτι που διάλεξε κι ας μοιάζει αδιέξοδο. Καμία από τις δύο επιλογές όμως δεν εμπεριέχει λιγότερο ή περισσότερο ρίσκο.
Για να φτάσω όμως κάποια στιγμή στο προκείμενο.. Θα μου έκανε μάλλον κακή εντύπωση αν το ομότιτλο αυτό album είχε πάρει μια διαφορετική πορεία από αυτή που ήδη γνώριζα δισκογραφικά από τους Interpol. Οι περισσότεροι μιλάνε για «το τέλος μια εποχής» μετά από κάποιες ενδεχομένως καταναγκαστικές ακροάσεις του δίσκου το φθινόπωρο του 10’, εξαιτίας ενός «επαναλαμβανόμενου» ύφους που πλέον έγινε βαρετό. Εγώ θα το χαρακτηρίσω ως μια ακόμη καλή απόδειξη του γιατί οι Interpol κατάφεραν να είναι ένα από τα δημοφιλέστερα και πιο πετυχημένα σχήματα της δεκαετίας των 00s, και της τελευταίας αναβίωσης και αφύπνισης της Νεοϋορκέζικης πανκ, έως και το "El Pintor".
Πάντως έχει και το κοινωνιολογικό του ενδιαφέρον να εκφραζόμαστε σαν υπέρμαχοι της αλλαγής και της επανάστασης, ενώ στην ίδια μας τη ζωή στεκόμαστε συνειδητά δεμένοι σε βράχους συντηρητισμού. Εντωμεταξύ, λες και τα υπόλοιπα αστέρια της ροκ που υμνήθηκαν από τα 00s κι έπειτα τόσο θερμά από τους ίδιους αυτούς τους «αυστηρούς» κριτικούς, κυνήγησαν νέες ηχητικές κατευθύνσεις.
Στο τέλος μάλλον δεν έχουν σημασία όλες αυτές οι αναλύσεις, γι’αυτό και ήρθε η ώρα να καταλήξω σε ένα λιτό (προσωπικό) συμπέρασμα: για κάποιον που ανακάλυψε και έζησε σε δεύτερο χρόνο τους Interpol, δηλαδή σίγουρα μετά τα 10s, και έχοντας απορροφήσει τους σχετικούς μουσικούς προγόνους τους, οι πέντε πρώτοι δίσκοι τους δύνανται να προσφέρουν μια αχόρταγη ηχητική απόλαυση.
El Pintor (2014) – Μίρκα
Λίγο πριν ξεκινήσω να γράφω αυτές τις λέξεις έλεγα στον Βαγγέλη ότι το "El Pintor" είναι εκείνο το είδος δίσκου που κάθε ένα από τα tracks, μηδενός εξαιρουμένου, θα μπορούσαν με άνεση να ακούγονται στο ραδιόφωνο. Τι σημασία έχει όμως μια τέτοια δήλωση; Θέλω να πω, τι προσδίδει σε έναν δίσκο το γεγονός ότι το ραδιόφωνο θα μπορούσε να τους φιλοξενεί στα ηχεία του, σε προεπιλεγμένες και αυτοσχεδιαστικές καθημερινές λίστες;
Σημαίνει ενδεχομένως ότι η μπάντα έχει καταφέρει να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, προσεγγίζοντας μια περισσότερο εμπορική μορφή ηχητικά (χωρίς να αποτελεί κάτι τέτοιο αυτοσκοπό), διατηρώντας όμως παράλληλα το προσωπικό της ύφος όπως το γνωρίζουν οι πολύ πιστοί fan της. Στο "El Pintor" συναντάμε προς έκπληξη μας rock anthems σχεδόν όπως τα ορίσαμε κάποτε στο "TOTBL", όμως αυτήν την φορά στην up beat μορφή τους, η οποία είναι άρτια στυλιζαρισμένη.
Μετά από τις παγερές κριτικές του προηγούμενου ομότιτλου περί στασιμότητας, οι Interpol επιστρέφουν έπειτα από τέσσερα χρόνια με ένα δυναμικό, ενεργητικό και καλοδουλεμένο album με τις κιθάρες και τα drums να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η μπάντα έρχεται ξανά στο προσκήνιο με μια σειρά από εξαιρετικά tracks που μέλλουν να γίνουν hits ("All The Rage Back Home", "My Desire", "Everything Is Wrong" κ.α) , με την αξιοσημείωτη συμβολή του Alan Moulder στην παραγωγή.
Marauder (2018) – Βαγγέλης
Αν μ ‘αγάπησες ποτέ, ας το αφήσουμε να φύγει, καρέ - καρέ.
Μετά από πενταετή ολότελα στεγνή αποχή της μπάντας από τα πεπραγμένα, όπου ο Daniel παντρεύτηκε, έκοψε το τσιγάρο κι έγινε ιχθυοφάγος (αν υπάρχει αυτή η λέξη), ο Samuel απλά έκοψε το τσιγάρο και ο Paul είχε βγει από έναν όχι τόσο κουλ γάμο με την Helena Christensen και σιγά σιγά προσπαθούσε να μπει σε μία σειρά, βάζοντάς τα με τους δαίμονες του παρελθόντος και τις θολές αναμνήσεις του. Μέσα σε αυτό το κλίμα αλλαγής, η μπάντα μπαίνει ξανά στο στούντιο για να ηχογραφήσει το έκτο της άλμπουμ, ονόματι "Marauder".
Κάπου εδώ θα πω ότι το γράφω εγώ γιατί η Μίρκα απλά αρνιόταν να ασχοληθεί με το άλμπουμ. Κυριολεκτικά χάρηκε που το πήρα από πάνω της.
(Ξέρω ότι την αδικώ κι έχει καλύτερη γνώμη απ'ό,τι αφήνω να φανεί για το Marauder, απλά είμαι γραφικός).
Πριν μιλήσουμε για ο,τιδήποτε, θα πω ότι κατά την κοινή γνώμη είναι ένα μέτριο άλμπουμ με κάποιες καλές στιγμές. Δεν ξέρω ποια είναι η δύναμη που με κρατάει στην υποκειμενική άποψη ότι είναι ένα εξαιρετικά τίμιο closure της παλιάς, καλής εποχή τους, με πολλές όμορφες και δυνατές στιγμές. Όπως επίσης δεν ξέρω τι μου συμβαίνει και κάθε φορά που μπαίνει το "If You Really Love Nothing" εγώ σβήνω μπροστά του και γίνομαι ένα με το κομμάτι, όσα χρόνια κι αν περάσουν (με την αιρετική άποψη ότι είναι ένα τελειοποιημένο "My Desire") ή όταν το αγαπημένο μου τρίδυμο "Mountain Child" - "NYSMAW" - "Surveillance" με ταξιδεύει όπου έχω βρεθεί και σταθεί και με αφήνει να χορεύω αργά κάτω από την απαλή βροχή. Ούτε θα παραλείψω να αναφέρω τις ώρες που πέρασα παρέα με τα "The Rover", "Flight of Fancy" και "Number 10", κι ας μην γέρασε καλά το τελευταίο. Απ'ό,τι φαίνεται, "It Probably Matters", αν και είναι κάτι παραπάνω από ορατό ότι "Party's Over" (κάποια στιγμή θα με σιχαθώ για τα παιχνίδια με τους τίτλους των τελευταίων κομματιών του άλμπουμ, αλλά δεν είναι τώρα η ώρα). Ας είναι αυτός ο τρόπος να πούμε αντίο με ένα φιλί σε μια φλόγα που άργοσβηνε καιρό τώρα, κομμάτι με κομμάτι.
The Other Side of Make-Believe (2022) – Βαγγέλης & Μίρκα
Πέρασαν μόνο τέσσερα χρόνια για να έρθει αυτή η κυκλοφορία, η οποία γράφτηκε στην καραντίνα, με τις προσδοκίες να στοχεύουν σε ένα νέο, σαφώς up beat, "El Pintor". Έλα όμως που "The Other Side of Make-Believe" παίρνει την μορφή ενός περισσότερο πένθιμου και μάλλον μέτριου "Marauder". Αν δηλαδή η μεγάλη επιστροφή του 2018 είναι μια «on-time» κηδεία, ο τελευταίος αυτός δίσκος είναι η εκσκαφή των λειψάνων. Αναρωτιέσαι αν χρειάζεται πραγματικά – πιθανόν δεν γνωρίζεις, αλλά τελικά το κάνεις από υποχρέωση. Γνωρίζοντας και παρακολουθώντας την μακρά ιστορία και τον ήχο της μπάντας από την πολύ αρχή, το αποτέλεσμα που έρχεται στα χέρια μας μετά από σχεδόν 26 χρόνια ύπαρξης, ίσως και να αντιπροσωπεύει μια άρνηση αποδοχής του περάσματος του χρόνου. Ο χρόνος περνάει και δεν λυπάται κανέναν, και μάλλον οι Interpol να μην αποδέχονται μια τέτοια δήλωση.
Το "The Other Side of Make-Believe" έχει λιγότερες από εκείνες τις διακριτικές αναλαμπές του "Marauder", όμως αν το τελευταίο κρίνεται όχι επιεικώς, τότε το αυτό παίρνει από άποψη κριτικών ένα διακριτικό «θάψιμο» που περνάει με εύπεπτο τρόπο στην συνείδηση του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά, για τους ρομαντικούς εναπομείναντες και θερμούς fan, θα πρέπει να πούμε ότι έφτασε στο No. 3 των Independent Albums στη Βρετανία. Σε κάθε περίπτωση, παραδεχόμαστε ότι σε αυτές τις 2 δεκαετίες ενεργής δισκογραφίας, η επιστροφή που έγινε, αν και έχει τον χαρακτήρα αυτόν που θα ονομάζαμε «safe», διόλου δεν ήταν εύκολη. Το πλήρωμα του χρόνου όμως έχει φτάσει.
Ωστόσο, οφείλουμε να πούμε κάπου εδώ πως σε αυτό το άλμπουμ βρίσκεται το εξαιρετικότατο "Fables" που θα μπορούσε άνετα να έχει θέση σε κάθε προηγούμενη δουλειά τους, καθώς και τα τρομερά "Toni" και "Mr Credit", με το τελευταίο να αποτελεί μια όντως up beat στιγμή τους, ενώ η τελευταία τιμητική αναφορά αφορά το "Passenger", το ίσως πιο αδικημένο κομμάτι του δίσκου. Είπαμε, δεν είναι όλα μαύρα σε αυτό το άλμπουμ.
Οι Interpol κουβαλάνε ένα βουνό στην πλάτη τους. Ιστορίες ποτισμένες με θλίψη και απόγνωση, νέα ξεκινήματα γεμάτα προσμονή, σημάδια από χτυπήματα του παρελθόντος, ένα λαμπερά θλιμμένο χαμόγελο. Η παρακαταθήκη τους είναι τεράστια για την post punk σκηνή και αυτό δεν θα τους το πάρει κανείς. Ούτε καν ο χειρότερος εαυτός τους. Εξάλλου, αυτός είναι χρόνια συμφιλιωμένος μαζί τους.