The Boy
Μπάγκειον
25/2/2017
The Boy / μόνος / φωνή / πλήκτρα / τύμπανα / γυαλιά μυωπίας / 3 ώρες σετ
Αυτό που ακολουθεί είναι κάτι παραπάνω από ένα review για το live του The Boy στο Μπάγκειον. Είναι μια μίξη πολυετών συναισθημάτων που κοχλάζουν μέσα μου και καίνε τα σωθικά μου ακούγοντας τα τραγούδια του και προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τους στίχους των μελοποιημένων ποιημάτων του Αλέξανδρου. Δε θα καταφέρω ποτέ να το κάνω αυτό, ούτε να καταλάβω αν αυτό που βλέπω είναι μια περσόνα ή ένας αληθινός άνθρωπος. Δεν με νοιάζει. Ωρίμασα παρέα με το «κουστουμάκι», πέρασα ώρες ατέλειωτες να βάζω τον εαυτό μου στη θέση της «σιωπηλής», ψάχνοντας να βρω αν και εγώ αυτοτιμωρούμαι για/με αυτά που έκανα σε τούτη τη ζωή, και σε κάθε τραγούδι του ψάχνω εναγωνίως πάντα να τοποθετήσω τον εαυτό μου μέσα σε αυτό. Anyway, σταματάω εδώ τα πολυ προσωπικά, γιατί θα καταλήξει γράμμα στον Boy.
Δεν τον είχα δει ποτέ live - αν δουλεύεις βράδυ χάνεις πολλά, ένα από αυτά είναι και οι συναυλίες. Μαλακία, την επόμενη φορά θα είμαι πάλι εκεί. Η ψυχή μου γέμισε χθες, αλλά τα αυτιά μου όχι. Πολύς κόσμος, σα να είδε φως και μπήκε. Δεν έχω ξαναζήσει τέτοια βαβούρα σε συναυλία, αν θεωρήσουμε το χθεσινοβραδινό μια απλή συναυλία και όχι κάτι πολυ ανώτερο, σε σχέση με το πώς ορίζεται μια συναυλία.
Στο Μπάγκειον έφτασα 21:20 με ώρα έναρξης της συναυλίας 21:30. Καθώς ανέβαινα τις σκάλες, παρατηρούσα το ετοιμόρροπο νεοκλασικό κτίριο και έλεγα στους συνοδοιπόρους (Νένα-Μαρία-Στέφανο) της επικείμενης μυσταγωγίας ότι δεν θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερο χώρο για να δούμε αυτόν τον άνθρωπο. Όταν αντίκρυσα το θέαμα της παραπάνω φωτογραφίας, με διαπέρασε ένα ρίγος. Εκείνη την ώρα ήμασταν δεν ήμασταν 50 άτομα, δεν σκέφτηκα να πάω μπροστά, βρήκα μια γωνιά, έκατσα και περιμένα. Στωϊκά και σιωπηλά. Φορώντας το κουστουμάκι μου, της ψυχής το βρώμικο, το μισοσκισμένο, γεμάτο μπαλώματα και σκόνη, ακριβώς όπως το κτίριο μέσα στο οποίο βρισκόμουν. Αδημονούσα, δεν την πάλευα άλλο, είχα ακούσει τόσο The Boy τις τελευταίες εβδομάδες, που ένιωθα ότι θα ακούσω την ίδια μου την ψυχή μου να τραγουδάει. Αυτός δεν έλεγε να ανέβει, λίγο μετά τις 22:00 επιτέλους ο Αλέξανδρος πήρε την θέση του πίσω απο τα πλήκτρα, το τύμπανο και μια μπότα, μόνος, όλο το βράδυ μόνος, μόνοι και μεις ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι.
Το live διήρκησε τρεις ολόκληρες ώρες και κάτι ψιλά αν θυμάμαι καλά. Προφανώς, δεν χρειάζεται να πω ότι έπαιξε σχεδόν τα πάντα. Ξεκίνησε απαγγέλοντας ενα ποίημα, κάτι που έπαναλήφθηκε αρκετές φορές στην διάρκεια της νύχτας. Επίσης, σχεδόν σε κάθε κομμάτι έκανε και κάποια αφιέρωση, αν μεγάλη μερίδα αυτών που βρίσκονταν στο χώρο έκλειναν και λίγο το στόμα τους, θα σας μπορούσα να σας μεταφέρω και τους αποδέκτες των εν λόγω αφιερώσεων, αλλα δυστυχώς μετά βίας άκουγα τα μισά απ’όσα έλεγε ο Boy.
Κάθε κομμάτι και μια διαφορετική θάλασσα σκέψεων και συναισθημάτων, απο τα περσινά «Απαιτώ» και το «Αγνός Γκάλης», μέχρι το ζεϊμπέκικο «Kόψε Tο Xέρι». Ανέβηκα στις κούνιες μπέλες με την «Επιχείρηση Αρετή» , χαράκωσα τα γόνατά μου κι έμεινα στο πάτωμα φωνάζοντας ότι «Απόψε Θέλω Παρέα», δεν μπορούσα να σηκωθώ, είχα μείνει εκεί σαν «Παγωμένο» ανθρωπάκι να μονολογώ οτι ακόμα και αν πεθάνω δεν θέλω να με πιάνεις ποτέ με κρύα χέρια καθώς θα περιμένα «Το φιλι σου». Τελικά, ονειρεύτηκα οτι ήμουν σε μια παραλία γεμάτη «Ξαπλώστρες Φέρετρα», ξεχασμένος κάπου στην άκρη της να χαζεύω τους λουόμενους.
Αυτά ήταν κάποια άπο τα κομμάτια της βραδιάς και δε θα μπορούσα να τα περιγράψω καλύτερα παρά με λέξεις ειπωμένες από τον ίδιο τον Boy. Δυο πράγματα δε θα ξεχάσω ποτέ από αυτό το βράδυ: Πρώτον, εκεί που περιμένω να δω ποιό είναι το επόμενο κομμάτι, ακούω ξαφνικά το «Ατλαντίς» από Ξύλινα Σπαθιά, ήταν κάτι που δεν περίμενα, αμέσως όμως κατάλαβα ότι θα το κολλήσει σαν εισαγωγή στο «Απαιτώ», ένα κομμάτι που το θεωρώ ένα ακραία ωμά ερωτικό και ρομαντικό έπος. Αμέσως σκαρφάλωσα σε ένα τειχάκι και απλά κοίταζα και άκουγα σα χαζός. Δεύτερον, και χώρις περαιτέρω σχόλια, άκουσαμε το «Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ». Ανατριχίλες...
Η ώρα είχε περάσει, ήξερα ότι το live πλησίαζε προς το τέλος του και δεν είχα ακούσει ακόμα τους «Αισθηματίες» και το «Κουστουμάκι». Ο Στέφανος που ήταν μαζί μου, μόνο που δεν έκλαιγε όσο δεν ακούγαμε την χαρακτηριστική εισαγώγη του, εγώ του απαντούσα “περίμενε, μη μασάς, θα το παίξει τελευταίο”.
Τελικά, ο Αλέξανδρος είπε καληνύχτα, αλλά και πάλι είπα οκ, θα έχει encore. Είχε. To πιο περιέργο. Όπως του άρμοζε. Πριν όμως από αυτό, θέλω να πω δυο λόγια γι’ αυτόν τον άνθρωπο: Κάθε φορά εντυπωσιάζομαι με τον τρόπο που βγάζει ρυθμό ταιριάζοντας φαινομενικά αταίριαστες λέξεις, πώς βγαίνει μέσα από την ωμότητά τους ο πιο μεγάλος και ο πιο τρυφερός ρομαντισμός, πώς το Αγόρι γίνεται ένα εμμονικό και σχεδόν μανιακό αγρίμι και συγχρόνως το πιο γλυκό και πιο ευάλωτο πλάσμα που γέννησε η καταραμένη Αθήνα. Πώς γίνεται να παίρνει και να σηκώνει μια ολόκληρη γενιά ψηλά στον ουρανό, πετώντας την άλλοτε βίαια από ταράτσα σε ταράτσα κι άλλοτε απαλά από σύννεφο σε σύννεφο. Όπως δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί να παίζει τρεις ώρες ασταμάτητα, έχοντας το ένα χέρι στα πλήκτρα, το άλλο να χτύπα το τύμπανο και με το πόδι να βαράει την μπότα. Υποκλίνομαι...
Στο encore λοιπόν, αφού ξελλαρυγγιάστηκα να φωνάζω το «Κουστουμάκι», ανέβηκε στην σκηνή και ξεκίνησε πάλι «Το Φιλί», όμως μετά απο λίγα δευτερόλεπτα σχεδόν μονολόγησε “μαλακία, θα παίξω άλλο”, συνέχισα να φωνάζω και τελικά είπε κάτι του τύπου “άντε τόσο που φωνάζεις, να το πώ”. Έτσι ξεκίνησε η εποποιία του κομματιού, για να έρθει το χαστούκι ένα λεπτό μετά: Ο Αλέξανδρος με μαχαίρωσε κόβοντας το κομμάτι και λέγοντας “sorry παιδιά, δεν μπορώ κάηκα”. Τον συγχωρώ. Έχω κάτι παραπάνω να περιμένω στο επόμενο ραντεβού μας. Το βράδυ έκλεισε με μια επανάληψη του «Απόψε θέλω Παρέα», μία αποτελειωτική τελική καληνύχτα.
Δεν μπορούσα να φύγω χωρίς να του μιλήσω, έτσι αποφάσισα να πάω να τον βρω. Μπορεί και να τον τρόμαξα λιγο, αφού το πρώτο πράγμα που του είπα μόλις τον ειδα ήταν το εξής - κάπως ψυχάκικο και stalker-ίζον: “Αλέξανδρε, μπορώ να σε πάρω μια αγκαλιά;”. Κι έτσι κι έγινε. Κάτσαμε λίγο και τα είπαμε... Μετά έφυγα. Γεμάτος λέξεις και μελωδίες, γεμάτος από αυτό το μοναδικό μουσικό ιδίωμα που μαστίζει την ελληνική μουσική εδώ και 10 χρόνια και λέγεται ‘Αλέξανδρος Βούλγαρης, aka The Boy’.