Τώρα Αρχίζω και Θυμάμαι
[Ένα Αφιέρωμα
στα Ξύλινα Σπαθιά]
Από το Φθινόπωρο του 93, και αφού είχα ακούσει εμμονικά για περίπου δυο χρόνια τους 4 δίσκους που είχαν κυκλοφορήσει οι Τρυπες ως τότε, είπα μέσα μου πως δεν πάει άλλο, το τερμάτισα, καιρός να ψάξω και λίγο παραπέρα τι γίνεται στο σύγχρονο ελληνικό ροκ. Πήγαινα στο Metropolis και στο 7+7 στο Μοναστηράκι και στα τυφλά -ελλειψει Ίντερνετ και ραδιοφώνου που να παίζει τέτοια μουσική- έπαιρνα ο,τι κυκλοφορούσαν οι θρυλικές δισκογραφικές Wipe Out, Molon Lave, Lazy και φυσικά η... Σαλονικιά Ano Kato. Στα πλαίσια αυτης της πολύ ενδιαφέρουσας και περιπετειώδους διαδικασίας, έφτασε στα χέρια μου το Δεκέμβριο του 93 ενα debut με το όνομα "Ξεσσαλονικη". Η μπάντα, Τα Ξύλινα Σπαθιά. Ήταν Σάββατο μεσημέρι στο Metropolis της Πανεπιστημίου, το θυμάμαι. Την ίδια μέρα είχα αγοράσει και το s/t των Εκτός Ελέγχου. Ο δίσκος παίζει να είχε μόλις φτασει στα ράφια του ιστορικού Αθηναϊκού δισκάδικου, διοτι τρεις μέρες πριν που είχα ξαναπάει πριν το φροντιστήριο δεν ήταν εκεί...
Το άλμπουμ, το οποίο άκουσα εκατομμύρια φορές τις γιορτές εκείνων των Χριστουγέννων, σηματοδότησε μέσα μου σχεδόν αυτόματα έναν καινούριο μεγάλο μουσικό έρωτα, που ήταν θυελλώδης και δαιμονισμένος και μου κρατούσε το χέρι σφιχτά ως και το τέλος της δεκαετίας και του αιώνα και της χιλιετίας...
Η μπάντα από τη Θεσσαλονίκη, της οποίας ηγείτο ο Βεροιώτης, πρώην κιθαρίστας των Μωρά στη Φωτιά, Παύλος Παυλιδης, είχε πιο ποπ χαρακτήρα από τις Τρυπες και γενικά από τις περισσότερες μπάντες της εποχής, είχε (και) φωτεινό στίχο και είχε στον ήχο της και κάτι με το οποίο λίγη ιδέα και οικειότητα είχαμε εμείς οι «ροκάδες» ως τότε: τα «μπλιμπλικια» του Βασίλη Γκουνταρουλη. Οι Στέρεο Νόβα σχεδόν ταυτόχρονα μας «ξεβλάχευαν» -που λέει και ο Κωστοπουλος- στο συγκεκριμένο τομέα, όμως τα Σπαθιά συνδύαζαν το συγκεκριμένο ήχο μαζί με ροκ εν ρολ κιθάρες (Παυλίδης, Σταύρος Ρωσσόπουλος), διαολεμένες μπάσογραμμές (Χρήστος Τσαπράζης) και μπιτάτα καθηλωτικά τύμπανα by Πάνος Τόλιος, αδελφού του Γιώργου των Τρυπες.
Η όλη φάση ήρθε να καλύψει την ποπ πλευρά του εφηβου (κι ύστερα μετέφηβου) εαυτού μου, που τα υπόλοιπα ακούσματά μου δεν άγγιζαν. Γιατί, ναι, το σκότος και η μαυρίλα μέσα μου μια χαρά γέμιζαν με Σιδηροπουλο, Τρυπες, Cave, Doors, Pumpkins και Nirvana, αλλά το φως, η πιο light -αλλά συγχρόνως χειμαρρώδης- ενέργειά μου και η party animal έκφανσή μου ζητούσαν κάτι ακόμα - οι Blur μοναχοί τους δεν έφταναν, άσε που μιλούσαν αγγλικά.
Γι αυτό, αλλά και για πολλά άλλα, που ίσως καταφέρω να εξηγήσω στη συνέχεια του άρθρου, τα Ξύλινα Σπαθιά γίναν μέσα μου εν ριπή οφθαλμού ατσάλινα ξίφη, απροσπέλαστα και πανίσχυρα, μια κατηγορία μόνα τους. Πάντως, να το ξεκαθαρίσω, στο άτοπο αλλά πολυφορεμένο δίλημμα «Σπαθιά ή Τρυπες», πάντα απαντούσα Τρυπες (και στο Blur ή Oasis, χαλαρά Blur).
Αφού απάντησα σε τούτα τα αιώνια ζητήματα της ανθρωπότητας, μπορώ να πάω παρακάτω. Τα Σπαθιά και η μουσική τους, μέσα σε μια τρελή 6ετια, «έγραψαν» μέσα μου αμέτρητες ιστορίες και έντυσαν με τις μουσικές τους άπειρες -κάποιες πολύ σημαντικές- στιγμές της ζωής μου. Ο χρόνος θολώνει τις μνήμες, που όμως δεν εννοούν να σταματήσουν να ξεπηδούν συχνά-πυκνά μες στο μυαλό μου 25 χρόνια μετά, κάποιες από τις ιστορίες που θέλω να μοιραστώ υπάρχουν διάσπαρτες σε άλλα κείμενα στο Υπόγειο, θα τις ξαναγράψω αλλιώς («από την άλλη, με καθαρό το κεφάλι») ή θα τις μεταφέρω αυτούσιες (copy-paste) στο παρόν άρθρο.
Η Άνοιξη του 94 με οδηγούσε αργόσυρτα και αρκούντως βασανιστικά προς τις Πανελλήνιες. Το «Ξεσσαλονίκη» σπανίως έβγαινε από το πλατώ του πικάπ μου, μόνο όταν κυκλοφόρησε το “Do You Love Me?” του Cave (28/3/94) φώλιασε και πάλι στη θήκη του. Υπάρχουν τραγούδια στο άλμπουμ που άκουγα και μέσα μου έβραζα περιμενοντας να ρθει η λύτρωση και το Καλοκαίρι, χόρευα μόνος μου στο σαλόνι ουρλιάζοντας τους στίχους. Ο... χορός απαιτούσε καινούριες φιγούρες, δεν ήταν το κλασικό σκοτεινό ροκ χτύπημα που είχα συνηθίσει. Η «Αδρεναλίνη» φυσικά και ο «Βασιλιάς της Σκόνης». Το «Αφού σου το Πα» και το «Τραίνο Φάντασμα». Η «Ξεσσαλονίκη»... Και υπήρχαν και τραγούδια που άκουγα με σβηστά τα φώτα τα βραδια που οι γονείς μου και ο αδερφός κοιμούνταν, στα διαλείμματα η στα τελειώματα της Ιστορίας και των Λατινικών, η «Σιωπή», το «Νερό που Κυλάει» και ο στοιχειωμένος αγαπημένος μου «Καβαλάρης του Τρόμου».
Υπήρχε και ένα πολύ ωραίο ιδιωτικό κανάλι τότε, το 7X, το οποίο εκείνη την εποχή ξεκίνησε τα πρωινά του Σαββάτου μια γαμάτη εκπομπή για το εναλλακτικό ροκ, που την παρουσίαζε μια γοητευτικότατη 20-something ροκού. Δεν θυμάμαι το όνομά της ούτε το όνομα της εκπομπής. Εκεί ενημερώθηκα πως τα Σπαθιά θα έκαναν τις πρώτες εν Αθήναις συναυλίες τους σε ένα ανοιχτό θέατρο στην Ηλιούπολη. Αρκετά μακριά από το Χαϊδάρι που έμενα. Πολύ μακριά, ειδικα το 1994, χωρις μετρό, Αττική Οδό κλπ. Αλλα εκεί δούλευε ο πατέρας μου, φιλόλογος σε ένα φροντιστήριο. Του ζήτησα να με πάει -ας με έπαιρνε από το μεσημέρι μαζί του στο φροντιστήριο και μετά, το βράδυ που θα σχολαγε, να με πήγαινε στο θεατράκι. Να βλέπαμε τη συναυλία μαζί, του άρεσε πολύ «Ο Καβαλάρης του Τρόμου» και η «Σιωπή» άλλωστε, και να με γύριζε σπίτι. Μου αρνήθηκε - «έχεις διάβασμα, όπου να ναι δίνεις!» - φιλόλογος, τι περιμένεις; 26 χρόνια μετά τον καταλαβαίνω και τον έχω συγχωρέσει...
Τον Οκτώβριο, όμως, στο Αν των Εξαρχειων, ήμουν απόφοιτος πια, και πήγα και τις δυο μέρες. Παρασκευή - Σάββατο. Είχε μεσολαβήσει ένα Καλοκαίρι που παραμάσχαλα, μαζί με την αποτυχία μου στις Πανελληνιες (15,5 Μ.ο - πέρασα παπάς και νοσοκομος, 3.000 μόρια μακριά από Αρχαιολόγος που επιθυμούσα), κουβαλόυσα και το βινύλιο της «Ξεσσαλονίκης». Παρακαλούσα κάθε DJ απ' τα μπαρ που πήγαινα να παίξει την «Αδρεναλίνη» η το «Βασιλιά της Σκόνης», αλλά μάταια - σχεδόν κανείς δεν ήξερε τα Ξύλινα Σπαθιά και κάποιοι γελούσαν με το όνομά τους (γνωστό παιδικό βιβλίο του Παντελή Καλιότσου). Ώσπου ένα βράδυ που άραζα στην πλατεία του Δάσους Χαϊδαρίου πληροφορήθηκα πως σε ένα καινούριο μπαράκι στην παρακάτω γωνία παίζει μουσική ο Μάκης. Ο Μάκης ήταν συμπαίκτης μου στην ομάδα ποδοσφαίρου, όποτε χρησιμοποιώντας το εν λόγω ιερό μέσο, μπόρεσε ο λαός του Δάσους να δει τις αστείες επικές χορευτικές φιγούρες που προβάριζα τους προηγούμενους 6 μήνες στο σαλόνι του σπιτιού μου, αλλά και να ακούσει σε πρώτη παγκόσμια μπαρίσια πρεμιέρα το "Βασιλιά της Σκόνης".
Ήμασταν πολύ λίγοι στη συναυλία τον Οκτώβριο στο Αν, ναι εδώ έρχεται η κλασική σπαστική ατάκα «όταν εγώ είδα τους x (βάλε όποιο όνομα δημοφιλους μπαντας θες) ήμασταν μέσα 30 άτομα». Τόσα ήμασταν και τα Σπαθιά έπαιξαν το «Ξεσσαλονικη» σχεδόν δυο φορές, συν κάποια κομμάτια από Μωρά στη Φωτιά, συν δύο ακυκλοφόρητα από τον επερχόμενο νέο δίσκο τους: "Ατλαντις" και "Λιωμένο Παγωτό"...
Το "Ξεσσαλονικη" κυκλοφόρησε από την Ano Kato Records στις 17 Δεκεμβρίου 1993 και δικαίως θεωρείται ως ενας από τους πιο σημαντικούς δίσκους στην ελληνική ροκ ιστορία. Ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο - Οκτώβριο του 1993 στο Magnanimus Studio στην Θεσσαλονίκη με ηχολήπτη τον Χρήστο Χαρμπίλα. Το εξώφυλλο ήταν του Σίμου Σαλτιέλ. Στη CD version περιέχει 4 extra tracks, τα "Πουλιά Νο2", τις θρυλικές "Ρόδες", τη φοβερή και τρομερή "Λόλα" και μια ακόμα version του "Νερό που Κυλάει". Το album αφιερώθηκε στο Νίκο Κάνταρη, ο οποίος είχε φιλοξενήσει τον Παυλίδη στα χρόνια που έζησε στον Παρίσι και τον είχε στηρίξει στις πρώτες ηχογραφήσεις των τραγουδιών.
Βαθμολογία: 8,5/10
Song Diary 49: Σιωπή by MIke N.
* Εκ των υστέρων αποδείχτηκε δικαστικώς πως 4 τραγούδια ήταν στην ουσία του Στέλιου Σαλβαδορ, τραγουδιστή και μπασίστα των Μωρά στη Φωτιά: "Αδρεναλίνη" (ίδια μουσική, ελαφρώς παραλλαγμένοι στίχοι), "Ξεσσαλονίκη" (παραλλαγμένοι στίχοι από το κομμάτι του Σαλβαδόρ "Σαλονίκη"), "Ο Καβαλάρης του Τρόμου" (παραλλαγμένη μουσική από κομμάτι του Σαλβαδόρ) και "Ερώτηση Κλειδί" (παραλλαγμένη μουσική από το "Σαλονίκη" του Σαλβαδόρ). Το άλμπουμ κυκλοφορεί πια με το όνομα Ξύλινα Σπαθιά ή "Τραγούδια από τον Πρώτο Δίσκο" και χωρίς τα συγκεκριμένα κομμάτια στο tracklist.
Κάτω από το φροντιστήριο είχε ανοίξει ένα εξωτικό για την εποχή κατάστημα, ένα κατάστημα με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Όταν σχολουσα πήγαινα και το χάζευα. Κοιτούσα τη βιτρίνα και από μέσα μου τραγουδούσα ενα τετράστιχο που μου είχε μείνει από τις συναυλίες των Σπαθιών τον Οκτώβριο: «στις βιτρίνες που μου φέρνουν ζάλη, στις οθόνες που χτυπάν τα κομπιούτερ γράμματα, καθρεφτίζεσαι μπροστά μου πάλι, Ατλαντίς στο βυθό φωτισμένα άρματα». Περίμενα το δεύτερο δίσκο σαν τρελός. Θυμόμουν και το ριφ του Λιωμένου Παγωτού και προσπαθούσα να το τραγουδήσω στο Μάριο, τον κολλητό μου τότε, κι αυτός γελούσε και μου έλεγε αν είναι έτσι όπως το τραγουδάς, θα είναι χαλια.
Το Ίντερνετ λέει πως ο δίσκος κυκλοφόρησε στο τέλος του 95, το Δεκέμβριο, αλλά κάτι δεν πάει καλά με αυτό, εγώ θυμάμαι πως έβγαλα όλη τη χρόνια με το "Πέρα απ'τις Πόλεις της Ασφάλτου" στ' αυτιά μου. Κάνοντας μια συρραφή των ξεθωριασμένων μου αναμνήσεων και όσων διαβάζω στο διαδίκτυο υποθέτω πως συνέβη το εξής: το 2ο LP κυκλοφόρησε από τη Virgin τον Ιάνουαριο ή τον Φεβρουάριο του 95. Η προηγούμενη δισκογραφική όμως, η Wipe Out, αμφισβήτησε τη συμφωνία της μπάντας με την πολυεθνική Virgin κι έτσι το άλμπουμ αποσύρθηκε, για να επανακυκλοφορήσει 10 μήνες μετά, το Δεκέμβριο, οπότε και τα Σπαθιά και η Virgin δικαιώθηκαν. Στα δικαστήρια, λέει, εμφανίστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης των Σπαθιών και ο Διονύσης Σαββόπουλος...
Εγώ, πάντως, είχα προλάβει να πάρω το δίσκο από την αρχική του κυκλοφορία και τα ηχεία μου, το μυαλό μου και η ψυχή μου γέμισαν με τους νέους ήχους και στίχους των τραγουδιών τους. Το "Ατλαντίς" και το "Φωτιά στο Λιμάνι" γκρέμιζαν τους τοίχους του πατρικού μου, το "Λιωμένο Παγωτό" έγινε η τσίχλα που μόνιμα μασούσα στα κοφτερά μετεφηβικά δόντια μου και το "Ό,τι Θες Εσύ" ο βρηχυθμός της αναβράζουσας νιότης μου. Έμαθα απ'έξω τις ρίμες του "Εξορκιστή", ούρλιαζα στον καθρέφτη τον πόνο του "Κάιν" και τα βράδια πριν βγω άκουγα στη διαπασών τις "Συμμορίες της Ασφάλτου". Στα μπαρ έψαχνα την "αγάπη μου τη Ρίτα". Και τώρα δεν ήμουν μόνος μου. Όλη μου η παρέα πια πολεμούσε κρατώντας στα χέρια της Ξύλινα Σπαθιά. Τα μπαρ έπαιζαν χωρίς να μπω στον κόπο να ζητήσω και να παρακαλέσω το "Παγωτό", την "Αδρεναλίνη". Στο "Mo Better" στα Εξάρχεια, ανάμεσα στους Prodigy και στους Pumpkins, στους Nirvana και στους Pixies, γκαρίζαμε 200 μουρλαμένοι χαράματα "ο Βασιλιάς της Σκόνης". Στις ολοένα και πιο πυκνές καθόδους των Σπαθιών στο An κι ύστερα στο Ρόδον (ήμουν σε όλες εκεί), τα 30 άτομα έγιναν 300 κι ύστερα 3.000 κι ύστερα όλη η Αθήνα τραγουδούσε τον Παυλίδη και τη συμμορία του.
Εμένα ο Παυλίδης είχε γίνει ο νέος μου ήρωας. Αγόραζα από την Αμερικάνικη αγορά στενά Adidas μπλουζάκια με ρίγες στον ώμο, είπα του θείου μου του Γιώργου του αργυροχρυσοχόου να μου φτιάξει μια ασημένια αλυσίδα σαν του Παύλου και με κάποια μικρή έστω επιτυχία ξεπατίκωνα τις ρομποτικές χορευτικές του φιγούρες. Όταν τραγουδούσα στην κιθάρα, οι φίλοι μου έλεγαν πως τραγουδάω σαν τον Παυλίδη. Στις συναυλίες κατάλαβαινα ποιο κομμάτι έρχεται από το κούρδισμα. Έφευγα με κλειστή φωνή και με μια καρδιά γεμάτη νιότη...
Εκείνο το Καλοκαίρι πηγα σε ένα σεμινάριο σκηνοθεσίας και ηχοληψίας και κει τελικά βρήκα τη Ρίτα. Ήταν... μεγάλη, 25 χρονών, έβγαινε στο Κολωνάκι και ψώνιζε απ'την Ερμού γόβες, μπότες και ταγέρ. Ένα μεσημέρι που σχολάγαμε από το σεμινάριο της είπα: "Το βράδυ θα πάω με τον Τάσο σε μια συναυλία. Το συγκρότημα που παίζει έχει τραγούδι με το όνομά σου. Θες να έρθεις;". "Ναι", απάντησε και ήρθε. Με ταγέρ και γόβες και μέχρι να τελειώσει η συναυλία χόρευε μπροστά στο κάγκελο...
Ο Τάσος ήταν ο Τάσος ο Μενεμενόγλου, που πέθανε το Γενάρη του 19, ξαφνικά και ξερά. Τον γνώρισα σε κείνο το σεμινάριο. Κάναμε και Υπολογιστές στο σεμινάριο, μας μάθαιναν τα Windows. Κι όλοι είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Μας έμαθαν και το paintbrush, το προγραμματάκι που ζωγράφιζες στο κομπιούτερ. Και είχαμε μείνει όλοι με το στόμα ακόμα πιο ανοιχτό. Έφτιαξα μια αρχαία πόλη μέσα σε ένα βυθό και πάνω δεξιά έγραψα "Ατλαντίς στο βυθό φωτισμένα άρματα". Ήρθε από πάνω μου ο Τάσος και με την παιχνιδιάρικη φωνή του μου είπε "Ακούς Σπαθιά μωρή κουφάλα;". Ωραίος τρόπος να συστηθεις, έτσι; Από κείνη τη μέρα, πάντως, γίναμε αχώριστοι και πέρασαμε ένα τρελό Καλοκαίρι, με ένα παπάκι 200 χρόνων γυρίζαμε όλη την Αθήνα από το μεσημέρι που σχολάγαμε ως αργά το βράδυ. Σε όλες τις διαδρομές τραγουδούσα τα άπαντα των Σπαθιών. "Καλά είναι τα Σπαθιά, μικρέ μου Mike, αλλά μην τρελένεσαι κιόλας. Πάντως, το 'Αφού σου το πα' είναι το καλύτερο ελληνικό funk κομμάτι που έχει γραφτεί ποτέ. Μετά φυσικά τις υπεργκρούβες των Αέρα Πατέρα". "Ποιοι είναι οι Αέρα Πατέρα ρε Μενέ;". "Η μπάντα μου ρε μαλάκα Mike. Α, και η Ρίτα σε κοιτάζει συνέχεια στο μάθημα, να της πεις να έρθει στη συναυλία αύριο το βράδυ. Εκτός κι αν είσαι κότα, που είσαι, αλλά πες της το"...
Άχ ρε Τάσο...
Σ'ευχαριστώ για το ξεψάρωμα.
Σ'ευχαριστώ για τις βόλτες με το παπάκι απ'άκρη σ'άκρη στην Αθήνα.
Σ'ευχαριστώ για τις επισκέψεις στα άδυτα των Καλών Τεχνών.
Σ'ευχαριστώ για το μικρόφωνο στις "Κοκοροκμαχίες"
Σ'ευχαριστώ για το κόκκινο γατί που το βγάλαμε "Μενέ", σαν εσένα.
Σ'ευχαριστώ για τα μυστικά της ζωής που μου εκμυστηρεύτηκες.
Σ'ευχαριστώ για τις μουσικές.
Σ'ευχαριστώ για τα λόγια.
Σε χαιρετώ.
To "Πέρα Απ'τις Πόλεις της Ασφάλτου" κυκλοφόρησε τελικά δύο φορές, από τη Virgin Records. Μία στις αρχές του 95 και μία στο τέλος, το Δεκέμβριο. Είναι και αυτός δισκάρα, με τραγούδια ανείπωτα δυνατά, κλασικά που λένε. "Ατλαντίς" και "Φωτιά στο Λιμάνι" έμειναν στην ιστορία, ενώ το "Λιωμένο Παγωτό", όσο κι αν... έλιωσε παραμένει δροσερό και φρέσκο και ορθώνεται ως ένα από τα μεγαλύτερα "ροκ σουξέ" της εγχώριας μουσικής ιστορίας. Το άλμπουμ διαμόρφωσε για τα καλά τον ξεχωριστό Ξύλινα Σπαθιά ήχο και εδραίωσε την μπάντα ως μία από τις σημαντικότερες της εποχής (και όχι μόνο). Ηχογραφήθηκε από το Σεπτέμβριο ως το Νοέμβριο του 1994 στο στούντιο Magnanimus με ηχολήπτες τον Χρήστο Χαρμπίλα και τον Τίτο Καργιωτάκη. Στη CD version υπήρχε ένα remix του "Μη Ρωτάς". Και αυτός ο δίσκος ήταν αφιερωμένος στο Νίκο Κάνταρη.
Βαθμολογία: 8,5/10
Song Diary 106: Ατλαντίς by Eleni Tsekoura
Song Diary 71: Φωτιά στο Λιμάνι by Stathis Avramiotis
Η συνέχεια είχε κι αλλες πολλές -sold out- συναυλίες. Στο απόγειο ενδεχομενως της πορείας τους, εμφανίζονται στο Ροδον. 1 Απρίλη 1996. Λιγες μέρες πριν έχω κατέβει κέντρο για να αγοράσω εισιτήρια. Για μένα, και για την παρέα. Θυμάμαι πως είχα αγοράσει 21 (!) μαγικά χαρτάκια. Την Παρασκευή το απόγευμα, μια μέρα πριν το live, έπαιζα τάβλι σε μια καφετέρια με τον Αντρέα. Όταν φεύγαμε ένιωθα αδικαιολόγητα κουρασμένος και κρύωνα. «Μαλάκα Μιχάλη αύριο θα σηκωθείς και θα έχεις πυρετό και ξέχνα τη συναυλία!», είπε γελώντας. Όντως έτσι ξύπνησα, γκαντέμη Αντρέα, έβαλα θερμόμετρο και είχα 38 και κάτι. Σκέφτηκα να μην το πω στους γονείς μου για να μην με πρήξουν να μην πάω στο Ρόδον. Το μεσημέρι όμως σαρανταρισα και το πήρα απόφαση. Ήταν εφιαλτικό να παρελαύνουν όλο το απόγευμα φίλοι παλιοί, φίλοι καινούργιοι, πρώην και νυν, για να πάρουν τα εισιτήριά τους. Η μέρα της μεγαλύτερης ζήλειας ήταν αυτή και γι αυτό τη θυμάμαι ακόμα...
Πήγα όμως λίγο αργότερα σε ένα κουλό live στον ΟΛΠ στον Πειραιά. Κολαστήριο σε έναν χώρο κλειστοφοβικό και -τώρα που το σκέφτομαι- επικίνδυνο, με τον Παυλιδη να εχει το βλέμμα επι δυο ώρες καρφωμένο στη θάλασσα. Την αγαπάει τη θάλασσα ο Παυλιδης, από πάντα την αγαπούσε. Αυτό το live μου έχει μείνει και για άλλο λόγο: στα σεμινάρια ηχοληψίας και σκηνοθεσίας που προανάφερα είχα γνωρίσει και τη μορφή που ακουει στο όνομα Δημήτρης Ταμουρίδης. Αυτη η Κοενική τυπάρα είχε μαζί με κάτι άλλους το ιστορικό fanzine για τη νέα εναλλακτική ροκ σκηνή “In Rock” και μου είχε ζητησει να γράψω live review. Αυτό ήταν το πρωτο μου δημοσιευμένο μουσικό κείμενο. Τους άρεσε πολύ στο περιοδικό, είχαν κόψει μόνο μια φράση που χαρακτήριζα τον Παυλιδη «Θεό». Χαχα! Καλά είχαν κάνει... :)
Το "Ρομπότ" το άκουγα στα live πολύ καιρό πριν κυκλοφορήσει ο τρίτος δίσκος και μπίσταγα σαν τσιτωμένο ελατήριο. Όταν το Μάιο του 97 κυκλοφόρησε το "Μια Ματιά Σαν Βροχή", το είδα φαρδύ-πλατύ opening track του άλμπουμ και αρχισα να χοροπηδώ πριν καν βάλω το βινύλιο στο πικάπ. Απογοητεύτηκα, όμως, όταν πρωτάκουσα τη studio version του τραγουδιού - έψαχνα τη φωνή του Παύλου, έψαχνα τις κιθάρες, έψαχνα τη δόνηση. Και ολόκληρη η πρώτη ακρόαση του δίσκου με άφησε κάπως μουδιασμένο. Οι επόμενες, εντούτοις, με βύθισαν αύτανδρο σε έναν κόσμο διαφορετικό, σε ένα σύμπαν ηλεκτροφόρο και εύφλεκτο, όπου τα Ξύλινα Σπαθιά το πήγαν ακόμα λίγο παραπέρα, μέχρι «την άκρη του γκρεμού». 23 χρόνια μετά, καταλήγω πως είναι ο καλύτερος τους δίσκος τους. Ο πιο συμπαγής, ο πιο πυκνός και -κλισεδιάρικα μιλώντας- ο πιο ώριμος.
Ο Πέτρος νομίζω πως μόλις είχε αγοράσει το Corsa και εκεί μέσα ακούγαμε τέρμα το "Καράβι" και το "Παράξενο Τραγούδι" πηγαίνοντας στο Bar Bar. Εκεί, απλά τα ξανακουγαμε ακόμα πιο τέρμα στα ηχεία του μερακλή του Βασίλη του Ντάφλου, πίνοντας σφηνάκια και χορεύοντας ως το πρωί. Όταν γύριζα σπίτι, χαράματα, άκουγα το "Αλλάζει Πρόσωπα η Θλίψη" και το "Βράχο". Ο "Βροχοποιος" στο δίσκο δεν μου έκατσε όπως στα live, κομματάρα ήταν ούτως ή άλλως, αλλά στα live με έπαιρναν τα δάκρυα.
Έβγαινα κάθε μέρα εκείνο το Καλοκαίρι, έβγαινα φορτωμένος - το Σεπτέμβριο θα έφευγα για Αγγλία να σπουδάσω κι ένιωθα περίεργα.
Νομίζω τον Ιούλιο πήγα και τους είδα σε ένα γήπεδο στο Χαλάνδρι. Είχε 40 βαθμούς και 40 μποφόρ. Θυμάμαι πως ο ηχος ταξίδευε απ άκρη σ άκρη στον ουρανό, τον παρασέρνε ο αέρας ως το φεγγάρι. Εκείνο το βράδυ, συγχώρεσα τον εαυτό μου για όλα και είδα την απάντηση γραμμένη εκεί, στη Σελήνη. Κι εκείνο το βράδυ όταν έπαιξε ο στοιχειωμένος "Ζεστός Αέρας" η σκόνη από το χώμα του γηπέδου μπήκε στα ματια μας μέχρι που γινανε κόκκινα, όπως στον "Εξορκιστή". Στο "Μόνο Αυτό", ένα από τα καλύτερα κομμάτια των Σπαθιών, σκέφτηκα πως όλα τελικά βρήκαν την αναποδογυρισμένη σειρά τους. Εκείνο το βράδυ μου συνέβη κάτι σαν μεταμόρφωση, άλλαξα κουκούλι...
Το Σεπτέμβριο τελικά εφυγα για Αγγλία. Γύρισα το Καλοκαίρι και πήγα για λίγες μέρες στην Άνδρο. Και παίζανε εκεί, στη Χώρα. Ορκίζομαι πως δεν πήγα στην Άνδρο λόγω της συγκεκριμένης συναυλίας...
[Song Diary 85, "Στο Βράχο"]
Το Καλοκαίρι του 98 ήμουνα για διακοπές στην Άνδρο. Βγαίνοντας από ένα μπαρ την πρώτη νύχτα μου στο νησί, είδα μια αφίσα - τα Σπαθιά live στο τάδε μπαρ στη Χώρα το Σάββατο τάδε του μηνός. Θυμάμαι πόσο έπρηξα την παρέα μου να καθυστερήσουμε την επιστροφή στην Αθήνα, για να είμαστε εκείνο το Σάββατο στη συναυλία. Πρώτες μούρες μπροστά από τη σκηνή, τα Σπαθιά μάς είχαν δώσει ένα υπέροχο δίωρο μουσικής μ'ένα απίστευτο setlist από κομματάρες που έβρισκες στους 3 δίσκους που είχαν κυκλοφορήσει ως τότε. Με μία, όμως, σημαντική παράλειψη: Το αγαπημένο μου τραγούδι από την τελευταία τους κυκλοφορία ("Μια Ματιά Σαν Βροχή", 1997), τον "Βράχο". Δεύτερο-τρίτο encore, ο κόσμος ωρύεται και φωνάζει τη "Λόλα" (καθόλου κακή επιλογή whatsoever), o Παύλος έχει πάρει την "άγουσα για τα αποδυτήρια", κι εγώ ζητάω σχεδόν ουρλιάζοντας το Βράχο. Μεταβολή του Παυλίδη, το βύσμα πίσω στην ηλεκτρική, και "Στέκομαι στην άκρη του γκρεμού και κοιτάζω όλους αυτούς που τους έσπρωξε ένα χέρι..."
Κάνα μισάωρο αργότερα, πίνοντας την μπίρα της αποφόρτισης στην μπάρα, εμφανίζεται δίπλα μου ο Παύλος και παραγγέλνει ένα ποτό.
- Παύλο εμένα άκουσες στο Βράχο; Σ ευχαριστώ ρε, σ'ε ευχαριστώ παρά πολύ.
- Εσύ ήσουνα ρε φίλε; Πώς να μην σ'ακούσω ρε, σε άκουσε όλη η Άνδρος. Κι εγώ σ'ευχαριστώ.
Σαν καλό groupie κέρασα σφηνάκια.
Περίπου 15 χρόνια μετά τον πέτυχα μια φορά στα καμαρίνια του Φοίβου Δεληβοριά, πιάσαμε την κουβέντα και κάποια στιγμή τον ρώτησα αν θυμάται την παραπάνω ιστορία και μου'πε όχι, αλλά πως με κάτι τέτοιες ιστορίες νιώθει ακόμα νέος και αισθάνεται πως έχει ζήσει μια ωραία ζωή που ακόμα είναι στην αρχή.
[Song Diary - unreleased: "Ένα Παράξενο Τραγούδι"]
Βλέπω περίεργα όνειρα τις περίεργες ώρες που κοιμάμαι. Και βλέπω περίεργα πρόσωπα τις περίεργες μέρες που ζω. Θυμάμαι παράξενα πράγματα όταν νοσταλγώ: αμάξια, Εξάρχεια, φανάρια, ζώνες ασφαλείας που δένονται, αγκαλιές με φίλους, συζητήσεις φιλοσοφίας που της κατάπιε ο Παντελής και ένα σάντουιτς, ξερά βουνά που προστατεύαμε, γάτες, σκύλοι, ονόματα, νιότη, αντεστραμμένες λογικές, πορτοκαλί φλας, πω πω μια κανονιά, κανείς δεν κατάλαβε τι έγινε, πώς πέρασε ο χρόνος, πού είναι ο Ψηλός, πώς χάθηκε η εμπιστοσύνη μεταξύ εμού και εσού, του-μπου-φλο διαφημίσεις ερωτευτήκαμε, κι ύστερα χαθήκαμε- χωρίς λόγο- μονάχα ο φόβος μπόρεσε να το δικαιολογήσει το φονικό και να κερδίσει το χρόνο, πάντα αυτός μόνο μπορεί. Κανείς άλλος. Είναι ο πιο ο ακατάλληλος γιατρός που μπορεί να σιγουρέψει τη διάγνωση...
Το "Μια Ματιά Σαν Βροχή" κυκλοφόρησε στις 19 Μαϊου του 1997 από τη Virgin. Ήταν ο τελευταίος δίσκος της μπάντας που πίσω από τα ντραμς βρέθηκε ο Πάνος Τόλιος. Τον αντικατέστησε αρχικά ο Τάκης Κανέλλος και εν συνεχεία ο Γιάννης Μήτσης. Ηχογραφήθηκε από τον Ιανουάριο ως τον Απρίλιο του 1997 στο στούντιο Magnanimus με ηχολήπτες τον Χρήστο Χαρμπίλα και τον Τίτο Καργιωτάκη. Το εξώφυλλο ήταν δημιουργία του Λεωνίδα Παπαδόπουλου.
Βαθμολογία: 9/10
Song Diary 107: Δεν Έχει Τέλος by George Dimitriadis
Το Νοέμβριο του 98, ο Πέτρος (αυτός με το Corsa) ανέβηκε στο Λονδίνο να με δει, εμένα και την πόλη. Είδε μόνο εμένα και πολύ λίγο την πόλη, γιατί με πέτυχε σε μια πολύ περίεργη φάση, τόσο ψυχολογικά όσο και οικονομικά. Βγήκαμε μαζί απ'το σπίτι στην ουσία μόνο μια φορά κι αυτή για να δούμε τα Σπαθιά στο Astoria στις 18 του μήνα. Έχει να το λέει ακόμα ο Πέτρος, "πήγα στο Λονδίνο και με πήγε στα Σπαθιά!". Πάντως για μένα η συγκεκριμένη συναυλία είναι σημαδιακή, γιατί ήταν η τελευταία που τους είδα. Δεν το ήξερα βέβαια τότε, πως θα είναι η τελευταία, αλλά έτσι τα έφερε η ζωή εντέλει.
Η ζωή της μπάντας στη συνέχεια έφερε ένα πολύ καλό extended play, το "Τροφή για τα Θηρία" (7,5/10) τον Ιούνιο του 1999 και έναν μέτριο κατ' εμέ δίσκο, το "Ένας Κύκλος στον Αέρα" (6,5/10) το 2000. Μέτριος, διότι υπολειπόταν εντόνως σε νεωτερισμό και νεύρο, επαναλάμβανε παλιές μουσικές και στιχουργικές ιδέες και ήταν προβλέψιμος σε επικίνδυνο βαθμό. Παρόλα αυτά, τραγούδια σαν το "Τι Περιμένουν" και σαν το "Ναυαγό" επιχείρησαν να σώσουν την παρτίδα και ακούγονται τίμια και αξιοπρεπή ακόμα και σήμερα. Σκέψου, όμως, πως τα "Τώρα Αρχίζω και Θυμάμαι" και "Χάθηκα" (το λατρεύω!) από το EP της περασμένης χρονιάς ήταν καλύτερα ενδεχομένως από κάθε track του "Κύκλου στον Αέρα". Ο υπέρτατος κιθαρίστας Κώστας Παντέλης (Πίσσα και Πούπουλα) προστέθηκε στο line up της μπάντας. Το 2003 κυκλοφόρησαν το live album "Live" (εδώ μόνο βρίσκεις το εμβληματικό "Γκραντ Οτέλ") και το Δεκέμβριο ανακοίνωσαν τη διάλυσή τους. Τη συνέχεια, το ένδοξο sequel, τη διαβάζετε στο στο άρθρο του Γιώργου Δημητριάδη "Του Αγίου Παύλου του Παυλίδη"...
Song Diary 13: Τώρα Αρχίζω και Θυμάμαι by Spyreas Sid
Κουτρουβαλώντας αρκούντως απότομα στον επίλογο του άρθρου έχω να καταθέσω το προφανές: πως τα Ξύλινα Σπαθιά είναι μία από τις σημαντικότερες μπάντες στην ιστορία της ελληνικής ροκ μουσικής και πως με τον ιδιαίτερο ήχο τους άφησαν μια σημαντική και πολύτιμη κληρονομιά στους μέλλοντες μουσικούς και στα επόμενα συγκροτήματα. Ο πάταγος και ο παροξυσμός που προξένησαν στα 90's ήταν δίκαιος και αληθινός. Ο έρωτάς μου γι'αυτούς έληξε κάπως άδοξα και ξαφνικά εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου του 98 στο Astoria του Λονδίνου (παρόλο που το "Χάθηκα" του 99 μου είχε διαλύσει την ψυχή), όμως οι αληθινοί έρωτες δεν πεθαίνουν ποτέ. Όταν έγινα πατέρας, πρώτα το 2008 κι ύστερα το 2010, έπαιρνα στην αγκαλιά μου τα νεογέννητα παιδιά μου και τα νανούριζα με τη "Σιωπή", τη "Φωτιά στο Λιμάνι" και το "Ατλαντίς" (και με την "Κική" του Φοίβου). Κι όταν τα παιδιά μου μεγάλωσαν άρχισαν να ακούν αυτά τα τραγούδια, αλλά και τα υπόλοιπα - το "Βασιλιά της Σκόνης", την "Αδρεναλίνη", τις "Ρόδες", το "Παγωτό", τη "Λόλα"... Κι έτσι η μουσική και η ζωή προχωράει, σαν νερό που κυλάει...
* Ιf You Like This, Check Also This: Top 11 (22) - Ξύλινα Σπαθιά [ομαδικό x 5]